Πραγματικά, λίγο με νοιάζει αν ο Παπαδιαμάντης θεωρείται από μελετητές και ειδικούς ως ο μεγαλύτερος Έλληνας ή Ευρωπαίος διηγηματογράφος. Για μένα ο Παπαδιαμάντης αγγίζει την τελειότητα, όντας τόσο σπάνια ανθρώπινος, τόσο βαθειά πανανθρώπινος και διαρκής που εξυψούται στη σφαίρα του θεϊκού, στο Πάνθεον των μεγίστων και αληθινών.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο βιβλίο του ‘Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη’:
«Δε βρίσκεις ποτέ δύο βότσαλα που ν΄ αντιμάχονται το ένα το άλλο, δύο αγριολούλουδα που ο συνδυασμός τους να μην αποτελεί αρμονία· και αυτό είναι το θαύμα. Ίδιο, είτε σκύβεις πάνω από τα καθαρά νερά μιάς χαλικόσπαρτης ακρογιαλιάς, όπως είναι τα Λαλάρια της Σκιάθου, είτε πάνω από τα φραστικά σχήματα που φωτίζουν το βυθό στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Αθωότητα έτσι κι αλλιώς. Η γλυπτική εντέλεια και η συμμετρική γειτονία των λείων –μωβ, ροζ, λευκών, μαύρων- λαμπερών σωμάτων δεν επιδέχεται κριτική, όπως και οτιδήποτε άλλο δείχνει να έχει βγει από το χέρι του θεού. Το ερώτημα είναι: πως αυτό που, βέβαια, οφείλεται στην απουσία κάθε ανθρώπινης επέμβασης, το ξαναβρίσκεις άξαφνα σ’ ένα δημιούργημα βγαλμένο από τη βούληση ενός ανθρώπου;»
Πέρα από την καταφανή στα διηγήματα του, απαράμιλλη συγγραφική δεινότητα και τη καινοφανή ιδιωματική δόμηση (καθότι δεν ακολουθεί τους ‘ορθούς’ παραδεδεγμένους παγιωμένους τρόπους δόμησης της εποχής του αλλά τα διηγήματά του διαρθρώνονται με μια αυτόνομη ‘δενδροειδή’ νομοτέλεια–σε αυτό θα επανέλθουμε σε επόμενο post), την ιδιότυπη πλην ελκυστική θεματολογία, το ήθος, το ύφος και αμέτρητες άλλες αρετές, η γραφή του μεγάλου τεχνίτη διαπνέεται από αυτά που ήταν ανέκαθεν σπάνια και ανεκτίμητα και μόνο σε τεχνίτες της αυτής στάθμης απαντώνται: Ψυχή, Αισθήσεις, Μουσική. Με άλλα λόγια: αληθινή, αγνή, ανόθευτη Ποίηση. Αυτό είναι που κάνει τον αναγνώστη να βιώνει μια άρρητη μύχια ικανοποίηση, μια απροσδιόριστη αίσθηση επαφής με το τέλειο, με το θείο –να ο πραγματικός ορισμός του θείου: θεός είναι ο αληθινός άνθρωπος, ο κατά τον Ελύτη λευκοφόρος. Το ίδιο δηλαδή που βιώνεται στην ακρόαση της μουσικής του Bach: δεν το χωράει ο νους πως αυτή η μουσική είναι τόσο θεϊκά τέλεια και συνάμα τόσο βαθειά ανθρώπινη και διεισδυτική. Και η γραφή του Παπαδιαμάντη είναι –κυριολεκτώ– Μουσική: έχει ρυθμούς και μελωδίες...
«Πελώριον κύμα, λυσσωδέστερον των άλλων, εκορυφώθη ου μακράν της ακτής, μανιώδες, παφλάζον, μετά ροίβδου φοβερού ρηγνύμενον κατά του βράχου, αφήσαν οπίσω τους ασθενεστέρους του συντρόφους, αναλαβόν δι’ εαυτό τον αγώνα, ως αν έτρεφε ατομικόν πάθος κατά του ελαφρού σκάφους, ελεεινού φελλού, περιφέροντος εν εαυτώ, προς τη συμφυεί ελαφρότητι του ξύλου, και την τρικέφαλον κουφότητα των ναυβατών. Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίσων λυσσωδώς εις θάλασσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπειρον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιάκριτον ήτο το τε ορμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού.»
Το εργαλείο του λογοτέχνη είναι γλώσσα, η οποία στη περίπτωση του Παπαδιαμάντη είναι πολυδιάστατη, πολύπτυχη και αδέσμευτη: βάση της αποτελεί η λόγια γλώσσα της εποχής του αλλά εγγίζοντας συχνά τη δημοτική, η χρήση ομηρικών λέξεων συνυπάρχει με το καθημερινό σκιαθίτικο ιδίωμα, η παράθεση ρήσεων της Αγίας Γραφής με την ακαταλαβίστικη γλώσσα των ναυτικών. Όλες αυτές οι διαφορετικές γλωσσικές πτυχές, εκτυλισσόμενες πάντοτε επί του υποβάθρου της παλαιάς -για μας- ελληνικής γλώσσας συλλειτουργούν μαγικά χωρίς να αλλοιώνονται. Η δε παλαιά γλώσσα, η οποία υπήρξε εύκαμπτη και ελαστική, μπορεί να αντλεί υλικά με παραγωγικό τρόπο από την αρχαία γλώσσα, χωρίς όμως στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη να γίνεται απρόσιτη και άκαμπτη. Ο αλχημιστής Παπαδιαμάντης μετουσιώνει τη γλώσσα σε ήχους μαγικούς και αισθήσεις πρωτόγνωρες.
«Ο ορίζων είχε συσκοτισθεί ήδη πριν δύση ο ήλιος, και ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν αγρίως μαινομένου πελάγους, άφωνος επί βρέμοντος, ακίνητος επί συνταραττομένου, ως θόλος σκοτεινού τζαμίου επί δαπέδου ορχουμένων δερβισών. Είτα κατείλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα δια της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θάλασσας»
Το βέβαιο είναι ότι ο Παπαδιαμάντης και η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Αν απαλείψεις τη γλώσσα του έχεις εξαφανίσει τη μαγεία, έχεις εκμηδενίσει τη μουσική. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει με κάθε μεγάλο λογοτέχνημα που απάγεται από την πρότυπη γλώσσα και μεταφράζεται. Εδώ πάντοτε αρχίζει η γνωστή συζήτηση η οποία πάντοτε εξελίσσεται κοινότοπα: Άρα με την ίδια λογική να μη διαβάζουμε Σαίξπηρ σε μετάφραση εφόσον χάνουμε τη μαγεία του πρωτότυπου;: Αυτό είναι σοφιστεία, η παλαιά γλώσσα (αποφεύγω τον όρο καθαρεύουσα γιατί θυμίζει δικόγραφα και αρχιεπίσκοπο) είναι απίστευτα όμορφη και προσιτή αν ξέρεις στοιχειώδη ελληνικά. Κάθε προσπάθεια μετάφρασης στη νέα γλώσσα αποδίδει είτε ταυτολογίες με το πρωτότυπο είτε αλλοιώνει μέχρι καρικατούρας το χαρακτήρα και φυσικά εξαφανίζει τη μαγεία. Και αν θεωρήσουμε δυσνόητες τις αρχικές αράδες από το διήγημα ‘Ναυαγίων Ναυάγια’ που προηγούνται, –είναι άραγε τόσο δύσκολες;- ας πάρουμε ένα άλλο δείγμα: Την αρχή ενός από τα δημοφιλέστερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη το οποίο τυχαίνει να είναι πρώτο στο απάνθισμα διηγημάτων των σοβαρών εκδόσεων ‘Δόμος’, και αφού πεισθούμε ότι χρειάζεται, ας επιχειρήσουμε μετάφραση στη νέα γλώσσα.
Φτωχός Άγιος
«Όταν είμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνοδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς μόνον δια να παρενοχλώμεν και να χασομερούμεν με τας αταξίας μας τας φιλεργούς γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το λεύκασμα των οθονών.»
Χρειάζεται όντως μετάφραση; Μα είναι ελληνικά! Ακόμα και αν κάποιος δεν γνωρίζει όλες τις λέξεις (για παράδειγμα τι είναι οι οθόνες –κοίτα να δεις τεχνολογία πριν εκατό χρόνια, λες να ήταν υγρών κρυστάλλων;{Οθόνη=λευκό –συνήθως λινό– λεπτό ύφασμα. Εξ’ ου και η κινηματογραφική οθόνη =παραπέτασμα προβολής, και από αυτό οποιοδήποτε μέσο προβολής ή απεικόνισης.} Εντάξει, κατέφυγες στο λεξικό αλλά κοίτα πόσα έμαθες!) μπορεί να ανοίξει ένα λεξικό, αν και τις περισσότερες φορές καταλαβαίνει το νόημα από τα συμφραζόμενα.
Αν ακόμα και τώρα το θεωρήσουμε αναγκαίο, ας επιχειρήσουμε μια στοιχειώδη μετάφραση:
«Όταν είμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν
{Όταν ήμασταν παιδιά, μην έχοντας τι να κάνουμε, μια που το χωριό μας δεν είχε}
άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνοδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας
{άφθονα μέσα ψυχαγωγίας, πολλές φορές συνοδεύαμε τις μητέρες μας και τις θείες μας}
εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους
{σε εκδρομές στους αγρούς και τους ελαιώνες, ή περνούσαμε τη μέρα σε γραφικούς όρμους}
παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς μόνον δια να παρενοχλώμεν και να
{στους αμμώδεις και αγνούς γιαλούς, απλά μόνο για να παρενοχλούμε και να}
χασομερούμεν με τας αταξίας μας τας φιλεργούς γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το
{χασομερούμε με τις αταξίες μας τις εργατικές γυναίκες, που ασχολούνταν με το}
λεύκασμα των οθονών.
{ξάσπρισμα των σεντονιών.}
Εάν γειτόνισσα τις είχε τάξιμο ν’ ανάψει τα κανδήλια του δείνος αγροτικού
{Αν κάποια γειτόνισσα είχε τάξιμο ν’ ανάψει τα καντήλια κάποιου αγροτικού}
αγίου, χάριν του ξενιτευμένου ή θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός τις ιερεύς
{αγίου, για χάρη του συζύγου που ταξίδευε στα ξένα ή τα πέλαγα, αν κάποιος καλός ιερέας}
μετέβαινε να λειτουργήσει εις εξωκκλήσιον, διευφεύγομεν την επίβλεψιν των γονέων
{πήγαινε να λειτουργήσει σε ξωκλήσι, ξεφεύγαμε από την επίβλεψη των γονιών}
μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες
{μας και τρέχαμε από μόνοι μας πίσω από τις ευλαβείς προσκυνήτριες, οι οποίες}
εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσες ημας συνοδοιπόρους, χωρίς άλλον εφόδιον, ειμή
{εκπλήσσονταν ανακαλύπτοντας ότι ήμασταν συνοδοιπόροι, χωρίς να έχουμε άλλο }
ολίγον άρτον, όν είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικείας»
{εφόδιο, παρά λίγο ψωμί που είχαμε κλέψει από το ντουλάπι του πατρικού σπιτιού»}
Ας διαβάσουμε μόνο τη μετάφραση: Παρότι δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα, εξατμίσθηκε όλη η μαγεία, η ευωδιά, η φρεσκάδα και η μουσική. Να στο πω διαφορετικά: είναι σα να μυρίζεις πλαστικό λουλούδι, και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι δεν είμαι καλός μεταφραστής! Εξάλλου οι δυσκολίες είναι πολλές αν και κρυφές: Πως θα μεταφραστεί το «μη έχοντες τι να κάμωμεν»; Η μετοχή μπορεί να μεταφραστεί ποικιλοτρόπως: όταν/αφού/εφόσον/επειδή κλπ δεν είχαμε, ή με μετοχή :μην έχοντας –τι κακόηχο! Άλλωστε ένα από τα ωραία στο πρότυπο είναι η αμφισημία! Το «θαλασσοπορούντος»; Χρειάζεται αλήθεια μετάφραση; Παρότι δεν το χρησιμοποιούμε πια, όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει. (Εδώ χρησιμοποίησα μια εκδοχή του Π).
Εάν λοιπόν κρίνεται αναγκαίο, προτείνω να ξεκινήσουμε μια διαδικτυακή μεταφραστική συνάντηση! Και για αρχή, προτείνω να μεταφρασθούν τα δύο προηγηθέντα αποσπάσματα από τα «ναυαγίων ναυάγια».
Labels: Εμμοροϊδικά, Παπαδιαμαντικά