Wednesday, December 13, 2006

Αφήγημα

Η Καλογηρική Γλώσσα
(Μικρά γλωσσική μελέτη)

Ότε εγένετο νύξ, οι τρείς πτωχοί στρατιώται, ο Βασιλάκης, ο Κυριάκος και ο Περικλής, ομού μετά του καλογήρου, εκάθησαν περί την τράπεζαν δια να φάγωσιν το πενιχρόν δείπνον των, αποτελούμενον εκ πινακίου φακής, τεμαχίου άρτου και ποτηρίου ερυθρού οίνου. Η παρουσία του καλογήρου, όνπερ οι δύο εξ αυτών δυσφορούντες είχον δεχθεί εν τη παλαιά οικία προ τινών ωρών, εθέρμαινε τώρα την καρδίαν των. Οι λήροι του αγίου πατρός και ο γενναίος οίνος έθαλπον την ψυχήν των και υπεδαύλιζον το εν ληθάργω άσβεστον πυρ της πίστεως.
Ήτο μικρόν και αμύστακον παιδίον ο Βασιλάκης, παιδιόθεν αγαπητός και επιστήθιος φίλος μου, ότε εκλήθη να υπηρετήση την πατρίδαν. Ο Βασιλάκης, όνπερ αγαπώ και τιμώ ως ομοθαλήν και ομογάλακτον αδελφόν -εξ ετέρου πατρός και εταίρας μητρός-, διάγων νυν εν εσπερία και διαπρέπων εις το στάδιον της μεγίστης των τεχνών, ανήκει εις την σπανίαν κατηγορίαν των ανθρώπων εχόντων εξόχως καλήν καρδίαν ομού μετά ιδιαζούσης οξυνοίας, συνδυάζων την αρετήν μετά της ευφυίας. Το μέγιστον δε προτέρημα πλην σημαντικότατον ελάττωμα του φίλου μου, υπήρξεν ανέκαθεν η αδυναμία του –η ανικανότης θα παρετήρει τις– να μνησικακήση. Εξ’ου και η τάσις να γίνηται στόχος παντός σκώμματος και αστεϊσμού, πρωτοστατούντος κυρίως του αδελφού μου και εμού, συμμετέχοντος δε ολοκλήρου του ομίλου των παλαιοφίλων. Τα δε σκώμματα εκυμαίνοντο από απλών πειραγμάτων –το υποκοριστικόν ‘Βασιλάκης’ απετέλει έν εκ των συνήθων σκωμμάτων, ο δε βραχύσωμος φίλος μου το εθεώρει ως ‘λεκτικόν ευνουχισμόν’, ιδίως όταν απεκαλείτο ούτως ενώπιον ευμόρφων γυναικών, υπενθυμίζων δε πάντοτε δια κινήματος της χειρός τη δοξασίαν ότι το ύψος του σώματος είνε αντιστρόφως ανάλογον του γεννητικού στρουθίου–, έως χονδροειδεστάτων φαρσών, δι’ ων πολλάκις ολίγον έλειψε να απολέση πάσαν ελπίδαν πατρότητος. Ο Βασίλης εθύμωνε, πλην ο θυμός του διήρκει μόνον δευτερόλεπτα τινά, είτα εξεκαρδίζετο εις χείμαρρον γελώτων.
Ο Βασίλης ήτο ο πρώτος εξ ημών όστις εκλήθη να εκτελέση τας στρατιωτικάς του υποχρεώσεις. Παρελθούσης δε της βασικής εκπαιδεύσεως, μετετέθη εις προκεχωρημένον φυλάκιον της Θράκης, ίνα ολοκληρώση την κολοβόν ολιγόμηνον θητείαν του, γόνος ών πολυτέκνου οικογενείας. Προϊόντος του χρόνου και αυξούσης της παλαιότητος και κνήσεως των όρχεων, απεφασίσθη ομού μετά δύο συστρατιωτών του να ενοικιάσωσι μικράν πενιχράν οικίαν, εις την πολίχνην ου μακράν του φυλακίου, δια να δύνανται να απολαμβάνωσι κατά τας εξόδους των ολίγας ώρας ανεμέλου ύπνου ή δια να ροφώσι τζούρας τινάς καπνού εκ των μελαγχρόων δασυφύλλων φυτών άτινα κρυφίως φύονται επί των γονίμων εκείνων γαιών.
Ο είς εκ των φίλων, ο Κυριάκος, νεανίας άκακος και θεοσεβούμενος, πλην δύστροπος και δεισιδαίμων, μεγαλωθείς μετά των απολιθωμένων επιταγών του γράμματος των Γραφών, κρατών πάντοτε κομβοσχοίνιον και υποψάλλων τροπάρια και προσευχάς, ομίλει πλειστάκις περί του πνευματικού της οικογενείας του, σοφού κι αγίου καλογήρου, μονάζοντος εν Αγίω Όρει, όστις πολλάκις τον είχε σώσει εκ των ονύχων του Σατάν και τας αρπάγας παντός δαίμονος και τελωνίου. Πολλάκις δε διηγείτο την αλγεινήν δοκιμασίαν του, εξ’ ής τη βοηθεία του Αγίου Πνεύματος και του πανσέπτου πατρός εξήλθεν αλώβητος. Προ τινών ετών, ο Δαίμων, είχε πειραθεί να τον σύρη πέραν των πυλών της κολάσεως, εμφανισθείς εν ονείρω νύκτα τινά και λαμβάνων εναλλάξ τας μορφάς της Παμέλης Ανδέρσωνος και της Δόλης Βάρτονος. Ο πτωχός νέος, γνωρίζων τα μηχανευομένα υπό του Διαβόλου τεχνάσματα, ουδόλως επλανήθη από τας απατηλάς πληθωρικάς οπτασίας, εποίησεν δε νοερώς το σημείον του σταυρού και υπετονθόρυσεν τα Πατερημά του. Παρά τας εν υπνώσει προσευχάς και παρακλήσεις, ο Δαίμων ανθίστατο σθεναρώς, λαμβάνων δε τας μορφάς της Μόνικας Βελούση και της Βάνας Βάρβα και αποκάμνωντος του νεανίου, τω ώρμησεν μετά θωπειών και ασελγών λειχιών εις αποκρύφους περιοχάς, πολλάκις δε επειράθη να του συνθλίψη την κεφαλήν δια σφοδρών κτυπημάτων εκ των κολοσιαίων μαστών και να τον τυφλώση δια των θηριωδών θηλών. Ο Κυριάκος ετινάχθη κάθιδρως, φέρων τα σημεία της υπερφυούς δαιμονικής επιθέσεως επί του ως αντίσκηνον τανυθέντος εσωβράκου του, εσταυροκοπήθη έντρομος αυτοστιγμεί και εράντισεν τας ήδη υγράς περισκελίδας του με αγίασμα. Ύστερον προσεπάθησε μετρών προβατάκια να αποκοιμηθή. Ο Δαίμων όμως δεν ησύχασε. Τον κατεδίωξε μέχρι πρωίας λαμβάνων την μορφήν του Μύκητος Θεοδωράκη, γυμνού, άδοντος και διευθύνοντος την Κρατικήν. Παραληρών και πυρέσσων, με πελιδνήν την όψιν και σβεσμένους τους οφθαλμούς, ο δύστηνος νέος κατέφυγεν εις την βοήθειαν του πατρός Παλλαδίου. Όθεν, κατά τα φαινόμενα, εσώθη.
Ημέραν τινάν, ο Κυριάκος, περιχαρής, ένδακρυς και τρέμων εκ συγκινήσεως, επληροφόρησεν τους συνοίκους του περί της προσεχούς ελεύσεως του αγίου πατρός εν τη πολίχνη. Ο δύστηνος νέος εφρόνει ως απαράβατον υποχρέωσιν του να φιλοξενήση τον μυθικόν καλόγηρον εν τη πτωχική των οικία, πλην ο Βασιλάκης και ο Περικλής, οίτινες επεθύμουν την ησυχίαν των, ουδέν ήθελον ακούσει περί καλογήρων, αποφοράς σκορόδων και ρινοφωνιών. Ο Κυριάκος, εφαρμόσας άπασας τας ενδεδειγμένας μεθόδους εξοίδησης των όρχεων των φίλων του, άλλοτε με το καλόν και άλλοτε με το κακόν, πότε δια της πειθούς και κάποτε δια κλαυθμυρισμών ή και απειλών, επί τέλους υποσχεθείς να βαρέση άπαντα τα γερμανικά νούμερα και τας καθαριότητας της καλλιόπης, να τους υπηρετή δε ως πρόθυμος και ευπειθής καμαριέρα, έπεισε τελικώς τους συστρατιώτας του. Άλλως τε η αβαρία δε θα ήτο δυσβάστακτος: ο μοναχός θα εφιλοξενείτο δια μίαν μόνον νύκταν, την δε επιούσαν θα ανεχώρει.
Μεγάλην και αλλόκοτον εντύπωσιν ενεποίησεν τω Βασίλη η μορφή του άρτι αφιχθέντος καλογήρου. Αντί κυφού, νωδού, ρυπαρού, αυστηρού και στομφώδους κρονολήρου γέροντος, ηύρεν άνδρα τεσσαρακοντούτην, νευρώδην και κινητικόν, με αδρούς χαρακτήρας και αλλόκοτον υγρόν, έντονον και σπηνθηροβόλον βλέμμα, ευπροσήγορον, διαχυτικόν και μετά επιτηδεύσεως ευγενικόν, αποπνέοντα αίσθησιν ανθρώπου πολυμαθούς, ουχί μόνον δια της μελέτης των γραφών ειμή δια των βιωμάτων του αληθούς βίου. Ομίλει ηρέμως και μετά βεβαιότητος, οι δε υγροί και αεικίνητοι διεισδυτικοί οφθαλμοί του εμαρτύρουν ότι άσβεστος φλόξ υπέκαιεν εν τω πνεύματί του. Η απλότης και η αμεσότης του ήθους του υπεσκέλισεν πάσαν προκατάληψιν και σκιάν. Άλλως τε, ο καλόγηρος εφάνη ότι τους κατασυνεπάθησεν, ήξευρε δε και πολλά ανέκδοτα, καίτοι ενίοτε κακόγλωσσα, εξερχόμενα του αγίου στόματος ομοίαζον ως εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Ότε αργότερον, εις προκεχωρημένην ώραν και κενοθείσης ολοκλήρου της δαμινζάνας, η συζήτησις εστράφη εις θέματα της πίστεως, ο ιερομόναχος εφάνη ευρύνους και πρόθυμος να ομιλήση ακόμη και με τον αιρετικόν αθυρόστομον Περικλήν, έχοντα πάντοτε πρόχειρον την χριστοπαναγίαν και το γαμοσταυρίδιον εις άκρον χειλέων.
Την επιούσαν, σηκωθείς εκ της στρωμνής ο Βασιλάκης, έτι ρεγχόντων των φίλων του, ηύρε τον καλόγηρον ευδιάθετον, ροφώντα τον καφέν του και δάκνοντα θηριώδες παξειμάδιον. Ο καλόγηρος τω προσέφερεν καφέν και κουβένταν. Εις πάσας τα περιπτώσεις εν αίς συνεφώνει μετά του φίλου μου, ορθώνετο μετά προδήλου συγκινήσεως και κύπτων τον ησπάζετο σταυροειδώς επί του προσώπου-ως πολλάκις έπραξε την προτεραίαν-, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Διότι ως τοιούτας εξέλαβε τα διαχύσεις ταύτας ο Βασιλάκης, κυρίως εκ του σχήματος της ακολουθίας των ασπασμών (αρχικώς επί του μετώπου, είτα εις τον πώγωνα και τέλος επί των παρειών), παραπέμποντος είς το επάρατον όργανον των Παθών του Κυρίου ημών, υπερλάμπρου αστέρος Ιησού Χριστού.
Προ δε εκάστης τετράδος ασπασμών ανεφώνει:

-Βρε, τι καλά παιδιά που είσαστε σεις!

Αργότερον, ο πατήρ Παλλάδιος προθυμοποιηθείς να συνδράμη ταις οικιακαίς εργασίαις, συνώδευσεν τον Βασιλάκην εις την αγοράν, εις άπαντα δε τα οψώνια και ενώπιον του ταμίου, ο μοναχός έσυρε εκ του θυλακίου παχυλοτάτην δεσμίδαν χαρτονομισμάτων, εξ’ ών, παρά τας διαμαρτυρήσεις του σεμνοτάτου φίλου μου, εξώφλει τους λογαριασμούς, λέγων:

-Εγώ δεν έχω ανάγκη! Εμένα μου τα δίνει ο Θεός!

Η γενναιοδωρία του καλογήρου εκορυφώθη, ότε ο φίλος μου εστάθη έμπροσθεν προθήκης βιβλιοπωλείου, -ως άνιπτον ορφανόν παιδίον εν μυθιστορήματι του Καρόλου Δίκενς, ιστάμενο και σιελοροούν ενώπιον προθήκης αρτοποιείου-, καταβροχθίζων δια των οφθαλμών μέγα συλλεκτικόν πανάκριβον λεύκωμα, όπερ παραχρήμα ο καλόγηρος τω ηγόρασεν. Ο Βασιλάκης ησθάνθη μεγίστην εντροπήν, και εμέμφθη εαυτόν δια το αχόρταγον βλέμμα όπερ έρριψε προ ολίγου επί του ευμεγέθους θελτικοτάτου βιβλίου, πλην ο άγιος άνθρωπος –εξ αληθούς ταπεινοφροσύνης και δια να καθυσηχάση τον αιδήμονα φίλο μου– τον ησπάσθη σταυροειδώς, νεύων άνωθι και λέγων:

-Εμένα μου τα δίνει ο Μεγαλοδύναμος!

Ο δε απιστότερος του Θωμά, Περικλής, ιδών το κενότερον παγκαρίου εκκλησίας ψυγείον των, ως εκ θαύματος πληρωθέν δια της Θείας Χάριτος μεταμορφωθείσης, ουχί εις πάλλευκον περιστεράν, ουδέ εις δέσμην αγλαούς φωτός, ειμή εις δεσμίδαν πεντοχιλιαρίκων εμφωλεύουσαν τω θυλακίω του θεοστάλτου καλογήρου, επίστευσεν. Δάκνων δε μέγα εκ Λευκανίας αλλάντα και ασπαζόμενος ευσεβώς την χείραν της αγιότητός του, τον ηυχαρίστει δια θερμών λόγων.
Ο σεπτός καλόγηρος τοις απήντησεν ότι δεν ήτο ανάγκη να ευχαριστώσιν αυτόν, ειμή τον Παντοδύναμον, εξ’ ου προέρχονται άπαντα τα αγαθά του ματαίου τούτου κόσμου. Εαν ήθελον να τον ευχαριστήσωσιν, όφειλον να ενταχθώσι τω ποιμνίω Αυτού, αρχής γενομένης αυτοστιγμεί δια αληθούς εξομολογήσεως.
Οι τρείς φίλοι ωχρίασαν ως ερυθρίνιον, είτα ερυθρίασαν ως λεμόνιον. Άπαντες ενετρέποντο να εκτεθώσιν ενώπιον του αμώμου, αγίου τούτου πατρός, όστις, αγνοών τας βαρυτάτας αμαρτίας των, τους συνεπάθη φανερώς. Τινί τρόπω άρα γε θα ηδύναντο ο Βασίλης και ο Περικλής, να παραδεχθώσι ότι, κατά τας στρατιωτικάς έξεις, είχον κάμει το στρουθίον τους σφενδόνη; Τινί τρόπω θα ημπόρει ο Κυριάκος να εξομολογηθή ότι, παρασυρθείς εκ του Πονηρού, είχε καταβροχθίσει σοκολατάκιον άρτιον –πλήρες, φευ, ηδυπότου– κατά την παρελθούσαν τεσσαρακοστήν; Όμως, εν ακαρεί, δια του ασβέστου πυρός εν τοις υγροίς όμμασιν και της επιμονής του πατρός, πας δισταγμός απεδιώχθη. Έκαστος των αμαρτησάντων εκείνων νέων, εισήρχετο εντός του χρησιμεύοντος ως υπνωτήριον πενιχρού θαλάμου, και εξήρχετο κύπτων την κεφαλήν και νεύων τους οφθαλμούς χαμαί.
Τελευταίος εισήλθεν ο Βασιλάκης. Εξομολογούμενος τας ανομίας του –εξ αιδημοσύνης προσεπάθησε να τας αμβλύνει–, ο πάνσεπτος μοναχός, κρατών την δεξιάν του χείραν, τον ενεψύχου. Περατωθέντος του μυστηρίου, και υπολογισθέντων των επισυρομένων εκ τοιούτων αμαρτιών επιτιμίων –ήγουν γονυκλισιών, προσευχών και νηστειών–, ο εξομολογήσας εποίησεν το σημείον του σταυρού, είτα κύπτων τον ησπάσθη τω προσώπω, σταυροειδώς, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Κατά δε τον δεύτερον ασπασμόν, ο Βασίλης ησθάνθη, ως εκ θαύματος, γλίσχρον, θερμόν και μυώδες αντικείμενον εισελθέν τω στόματί του, ελισσόμενον από κυνοδόντων προς σταφυλήν και από γλώσσης ως ουρανίσκου, σταυροειδώς. Το γλίσχρον αντικείμενον ήτο η Θεία Χάρις, λαμβάνουσα τη μορφήν της γλώσσης του αγίου πατρός, ήτις εξηκοντίσθη εν ακαρεί ως γλώσσα βατράχου θηρεύοντος αυγουστιάτικας μυίας. Ο φίλος μου απελιθώθη εκ της αναπαντέχου σιελώδους θείας εισβολής, μετά δε την παράλευσιν στιγμών τινών και παραμενούσης της ιεράς γλώσσης τω στόματί του, ο Διάβολος τω υπέβαλλεν αισχράς και ανυποστάτους υποψίας. Εξελθών του θαλάμου, αλλόφρων και πνευστιών, είπεν χαμηλή τη φωνή:

-Μη με αφήσετε μαζί του ούτε στιγμή! Ούτε στιγμή!

Ήτο ήδη η ώρα της αναχωρήσεως του μοναχού. Αναμένοντες τον ανελκυστήραν, ωσεί να ήτο συνεννοημένοι και λησμονούντες την σπαραξικάρδιον παράκλησιν του, ο Κυριάκος και ο Περικλής απεφάσισαν να κατέλθωσιν δια της κλίμακος, απομένοντος του Βασίλη ομού μετά του ρασοφόρου. Καταληφθέντος δε υπό του ακαθάρτου Δαίμονος, η κάθοδος τω εφάνη ως να διήρκησε αιώνας, θα τω ήτο δε μακράν προτιμώτερον να ευρίσκετο εις τας Κολάσεις των πινάκων του Ιερωνύμου Βός –βράζων εντός θηριώδους χύτρας ομού μετά του αρχιεπισκόπου και ετέρων περιττωμάτων ή παίζων μέγα σουραύλιον πυγηδόν–, ειμή να ευρίσκηται εις απόστασιν αναπνοής από τον καλόγηρον. Η Θεία Χάρις, αφήσασα τον νέον δοκιμαζόμενον υπό του δεινού Δαίμονος, δεν εξήλθεν πλέον εκ του στόματος του αγίου πατρός.
Aποχαιρετήσαντος εν σταθμώ και απομακρυθέντος του καλογήρου, ο Βασίλης ομού μετά του Περικλέους ανέκραξον εν χορώ:

-Είναι πουστάρα! Είναι πουστάρα!

Και ο Κυριάκος, εν εξάλλω καταστάσει και σχίζων τας παρειάς:

-Όχι! Όχι! Ο σατανάς σας έβαλε! Ο σατανάς!

***

Μετά από πολλά έτη, λησμονών ως φαίνεται την προτέραν εμπειρίαν του, ο φίλος μου επεσκέφθη την Αθωνικήν Πολιτείαν. Ένθα συνήντησε πληθύν καλογήρων με αλλοκότους, υγρούς οφθαλμούς. Σχετικώς με τας γλώσσας των ουδέν μοι ανεφέρθη.



Η παραπάνω ιστορία -εξαιρουμένων των αρτυμάτων- είναι πέρα για πέρα αληθινή...

Labels:

Wednesday, December 06, 2006

Edmond About: La Grèce Contemporaine (1854)

Έλληνες και Ελληνάρες

Παρήλθε ένας ολόκληρος αιώνας από την συγγραφή του έως ότου το έργο (Η Σύγχρονη Ελλάδα – 1854) του Edmond About αναγνωριστεί ως φιλελληνικό και εποικοδομητικό. Οι σύγχρονοί του Έλληνες, υποκινούμενοι από τους άμεσα θιγόμενους, δηλαδή από την επηρμένη και ανίκανη πολι­τική θρησκευτική και πνευματική τους ηγεσία, θεώρησαν τον Αμπού ως αισχρό συκοφάντη και μισέλληνα, επειδή κατέγραψε τις αλήθειες που βίωσε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα. Ο 24ετής Αμπού καταφθάνει στην Ελλάδα το 1852, ως εταίρος της Γαλλικής Αρχαιο­λογικής Σχολής Αθηνών και παραμένει ως το τέλος του 1853. Η σταδιοδρομία του ως αρχαιολόγου δεν θα καρποφορήσει, θα αποδειχθεί όμως ικανότατος συγγραφέας. Οξυδερκής, ουμανιστής, αντικληρικός -όπως ο Ροΐδης-, παρατηρητικός, φιλελεύθερος, ο νεαρός Αμπού από τις παρισινές αστικές του ανέσεις βρίσκεται ξαφνικά στην υποανάπτυκτη εξαθλιωμένη ελληνική πρωτεύουσα, η οποία παραμένει ένα ελεεινό τουρκοχώρι. Οι Αθηναίοι, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες, μετά το πέρας του απελευθερωτικού αγώνα ζουν σε πλήρη ένδεια και εξαθλίωση, εξαιρουμένων των ελαχίστων κοτζαμπάσηδων, των προνομιούχων ανώτερων βαθμοφόρων, των διοικούντων και του ιερατείου, και λοιπών παρασίτων του δημοσίου προϋπολογισμού. Μετά την μεταβατική περίοδο της αντιβασιλείας –μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα- με την εγκληματική κατασπατάληση των μοναδικών δημοσίων πόρων οι οποίοι προέρχονταν από τοκογλυφικό δάνειο συναφθέν με τους ‘συμμάχους’ με εξωφρενικό τόκο, οι Έλληνες διαφεντεύονται από έναν ετερόδοξο αλλοδαπό, το επιτελείο του και τον βαυαρικό στρατό του.
Ο Αμπού, πνεύμα αδέσμευτο και δημοκρατικό, ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της ελευθερόφρονος ευρωπαϊκής σάτιρας της εποχής του (όπως και ο δικός μας οξύνους Ροΐδης, ο οποίος, όμως, συμπλέει με την αποπροσανατολισμένη και εχθρική προς τα λεγόμενα του Αμπού κοινή γνώμη), καταγράφει (τεκμηριωμένα και ενδελεχώς) και σχολιάζει, όπου δε, κρίνει αναγκαίο σατυρίζει, χλευάζει και καυτηριάζει, την ελληνική πραγματικότητα σε κάθε μία της πτυχή: Το κλίμα, την τοπογραφία τους ανθρώπους, τη διοικητική οργάνωση, την κατάσταση των οικονομικών της χώρας, την εκπαίδευση, την κοινωνική οργάνωση, τους βασιλείς, τα κοινωνικά γεγονότα, την εκκλησία, τον στρατό, τους ληστές, τα μοναστήρια, το εμπόριο, και αναρίθμητα άλλα.
Πολύ διεισδυτική αποδεικνύεται η ματιά του στον χαρακτήρα των ελλήνων και τις ιδιατερότητές τους –τα περισσότερα από αυτά τα αναγνωρίζουμε και σήμερα:

Για την οξύνοια και τις ικανότητες των Ελλήνων:

Οι Έλληνες έχουν ακριβώς τόσο πάθος όσο αρκεί για να πραγματοποιήσουν ότι έχουν κατά νου. Έχουν μυαλό όσο κανένας λαός του κόσμου και δεν υπάρχει καμμιά διανοητική εργα­σία που να είναι ανίκανοι να κάνουν. Μαθαίνουν με θαυμαστή ευκολία κάθε τι πού τους αρέσει, δηλαδή κάθε τι πού έχουν συμφέρον να γνωρίζουν. Δεν νομίζω ότι είναι πολύ ικανοί για τις επιστήμες της υψηλής σκέψης και θα περάσουν πιθανόν μερικοί αιώνες πριν η Ελλάδα γεννήσει μεταφυσικούς και αλγεβριστές. Αλλά οι Έλληνες εργάτες μαθαίνουν σε μερικούς μήνες μια τέχνη ακόμα και δύσκο­λη. 0ι εμπορευόμενοι καταφέρνουν γρήγορα να μιλούν πέντε ή έξη γλώσσες. Η αγάπη του κέρδους είναι ένας δάσκαλος πού θα τους μάθει μία μέρα όλες τις τέχνες.
Σπουδάζουν από ανάγκη. Σπουδάζουν επίσης κι από ματαιο­δοξία. Ένας λαός πού έχει εξυπνάδα και φιλότιμο είναι ένας λαός για τον οποίο δεν πρέπει διόλου να απελπίζεται κανείς. Μαθαίνουν, κουτσά-στραβά, τα αρχαία ελληνικά για να πεισθούν ότι είναι επί­γονοι των Ελλήνων. Σπουδάζουν την Ιστορία τους για να’ χουν κάτι να επαίρονται. Μορφώνονται, τέλος, από καθαρή περιέργεια και δείχνουν εξίσου προθυμία να αφηγούνται εκείνο πού ξέρουν και να μαθαίνουν εκείνο που αγνοούν.

Η έμφυτη τάση του Έλληνα για ελευθερία και ισότητα αλλά και ο πατριωτισμός του έχει δύο όψεις:

Κάθε έξυπνος άνθρωπος είναι περήφανος για την ανθρωπινή του ιδιότητα και ζηλιάρης για την ελευθερία του. Οι Έλληνες μισούν την υπακοή. Η αγάπη της ελευθερίας πρέπει να’ ναι πολύ βαθιά ριζωμένη μέσα στις ψυχές τους για να μην μπορέσουν να την ξεριζώσουν τόσοι αιώνες σκλαβιάς.
Η φύση του τόπου ευνοεί περίεργα την ανάπτυξη του ατομικισμού. Η Ελλάδα είναι τεμαχισμένη σε άπειρα κομμάτια από τα βουνά και τη θάλασσα. Αυτή η γεωγραφική διαμόρφωση της διευ­κόλυνε άλλοτε τη διαίρεση του ελληνικού λαού σε μικρά κράτη, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, πού σχηματίζουν άλλα τόσο πολύ­πλοκα άτομα. Σε καθένα απ’ αυτά τα κράτη, ο πολίτης αντί να αφεθεί να απορροφηθεί από τη συλλογική ευθύνη ή το άστυ, υπερά­σπιζε με ζηλόφθονη φροντίδα τα προσωπικά του δικαιώματα και τον ατομικισμό του. Αν ένοιωθε να απειλείται από την κοινότητα, έβρισκε καταφύγιο στη θάλασσα, στο βουνό, ή σ' ένα γειτονικό κράτος πού τον προσδεχόταν.
Χάρις στη θάλασσα και τα βουνά, η Ελλάδα του κάκου ήταν υποδουλωμένη—ο Έλληνας μπόρεσε να μείνει ελεύθερος. Το αρχι­πέλαγος ποτέ δεν έμεινε άδειο από πειρατές. Τα βουνά ποτέ δεν έμειναν άδεια από κλέφτες.
[...]
Οι Έλληνες είχαν πάντοτε το αίσθημα της ισότητας. Στον Όμηρο μπορούμε να δούμε πώς μιλούσαν οι στρατιώτες στους αρχηγούς τους και οι δούλοι στους κυρίους τους. Ο βασιλιάς δεν ήταν πολύ επάνω από τον λαό. Τους φτωχούς και τους ζητιάνους τους χτυπούσαν και τους έβριζαν αλλά δεν τους περιφρονούσαν και ούτε τους ταπείνωναν. Τους πετούσαν καμιά φορά στο κεφάλι κανένα κότσι από βόδι η ένα σκαμνί, αλλά εκείνοι μιλούσαν ελεύθερα στους αρχηγούς και έτρωγαν μαζί τους. Συμπεριφέρονταν με τιμή στους ίδιους τους δούλους και ο Εύμαιος αγκάλιαζε με οικειότητα τον γιο του Οδυσσέα. Όσοι μεταφραστές του Όμηρου εισήγαγαν τη λέξη σεις [πληθυντικό ευγενείας] στο διάλογο, έκαναν μια χοντροκομμένη επέμβαση. Οι Έλληνες μιλούσαν πάντοτε στον ενικό και εξακολου­θούν να το κάνουν.
[...]
Βρήκα στους Έλληνες δυο πολιτικές αρετές: την αγάπη της ελευθερίας και το αίσθημα της ισότητας. Πρέπει να προσθέσω και μια τρίτη: τον πατριωτισμό.
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει πολλή έπαρση στην αγάπη των Ελ­λήνων για τον τόπο τους και τυφλώνονται περίεργα για την σπου­δαιότητα της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη τους, όλα τα γεγονότα της Ευρώπης, έχουν την Ελλάδα ως επίκεντρο και σκοπό. Αν η Αγγλία έκανε μια παγκόσμια έκθεση, αυτό έγινε για να προ­βάλλει τα προϊόντα της Ελλάδας. Αν η Γαλλία κάνει μια επανά­σταση, αυτό γίνεται για να γραφούν ενδιαφέροντα άρθρα στις εφη­μερίδες των Αθηνών. Αν ο τσάρος Νικόλαος εποφθαλμιά την Κωνσταντινούπολη, είναι για να τιμήσει τον βασιλιά Όθωνα. Ο ελληνικός λαός είναι ο πρώτος στον κόσμο. Η Ελλάδα, μια χώρα απαράμιλλη. Ο Σηκουάνας και ο Τάμεσης υπόγειοι παραπόταμοι του Κηφισού και του Ιλισού. Αντιπαρέρχομαι αυτές τις γελοιότητες. Είναι βέβαιο ότι πολλοί Έλληνες απ’ τα νησιά, όπως ο με­γάλος Κουντουριώτης, θυσίασαν όλα τους τα αγαθά, πού ήταν ση­μαντικά, για να ελευθερώσουν την πατρίδα τους. Όλα τα μνημεία των Αθηνών χτίστηκαν με δωρεές και οι περισσότεροι Έλληνες πού ζουν στο εξωτερικό, κληροδοτούν τις περιουσίες τους στην Ελλάδα.
[...]
Η Ευρώπη, έναν καιρό, είχε πιστέψει ότι όλοι οι Έλληνες ήταν ήρωες. Άκουσα μερικούς παλιούς στρατιώτες [βαυαρούς] να βεβαιώνουν ότι όλοι τους ήταν άνανδροι. Νομίζω ότι είμαι κοντά στην αλήθεια λέγοντας πως έχουν ένα συνετό και εσκεμμένο θάρρος. Ο Κανάρης που πυρπόλησε έναν στόλο από κοντά υπήρξε αντικείμενο κατάπληξης για ολόκληρο το έθνος. Δεν πρέπει να πιστευθεί ότι όλοι οι Έλληνες είναι όμοιοι με τον Κανάρη και ήταν πάντα κακό σύστημα να κρίνεις ένα λαό από ένα δείγμα.
Ο ελληνικός λαός δεν είναι φτιαγμένος για τον πόλεμο. Έστω, κι' αν είχε όλο το θάρρος πού του αποδίδουν, η πειθαρχία -ο κυριότερος συντελεστής του πολέμου, θα του λείπει πάντα. Διατείνεται ότι, δεν είναι γεννημένος για τη γεωρ­γία. Φοβάμαι ότι έχει δίκιο. Η γεωργία ζήτα περισσότερη υπομο­νή, περισσότερη επιμονή, περισσότερο πνεύμα συνεχείας πού οι Έλληνες ποτέ δεν είχαν. Τους αρέσουν τα μακρινά ταξίδια, οι τολμηρές επιχειρήσεις, οι ριψοκίνδυνες δουλειές. Ο Έλληνας βρί­σκεται στη θέση του μπροστά στην πόρτα ενός μαγαζιού, οπού προσελκύει τους πελάτες η στη γέφυρα ενός πλοίου οπού ψυχαγω­γεί τους επιβάτες. Καθισμένος, είναι γεμάτος αυταρέσκεια για την αξιοπρέπεια του. Όρθιος, κοκορεύεται για την κομψότητα του. 0ι Έλληνες πού καλλιερ­γούν τη γη, νοιώθουν ταπεινωμένοι: φιλοδοξούν μια θέση υπηρέτη ή την ιδιοκτησία μιας μικρής ταβέρνας. Το αχάριστο έδαφος πού το βασανίζουν δεν λεει τίποτα στην καρδιά τους. Ο Γάλλος χωρικός δεν σκέφτεται παρά να στρογγυλέψει το χωράφι του. Ο Έλληνας χωρικός είναι πάντα έτοιμος να το πουλήσει.
[...]
Κάθε νόμισμα, έχει και την άλλη όψη του και είναι πολύ σπά­νιο μια αρετή να μην αντισταθμίζεται από ένα ελάττωμα.
Στους Έλληνες, η αγάπη της ελευθερίας, αντισταθμίζεται από την περιφρόνηση των νόμων και κάθε κανονικής εξουσίας. Η αγά­πη της ισότητας εκδηλώνεται συχνά με έναν άγριο φθόνο εναντίον εκείνων πού προοδεύουν. Ο στενός πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει τα όρια της κατεργαριάς.
Τα παληκάρια διδάχθηκαν παιδιόθεν να παραβιά­ζουν τους νόμους, οι Φαναριώτες να τους αποφεύγουν. Η μάζα του λαού ποτέ δεν υπάκουσε παρά μόνο στη δύναμη και δεν θεωρεί ότι είναι υποχρεωμένη σε τίποτα απέναντι σε μια ανίσχυρη κυβέρ­νηση. Η θρησκεία, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω, δεν διδάσκει στους πιστούς παρά μια γεμάτη προλήψεις τυπολατρεία και ξεχνά να διδάξει την ηθική. Η εξουσία δεν ξέρει να γίνεται σεβαστή, και μοιάζει να αμφιβάλλει για τον εαυτό της. Με δυο λόγια, όλα συμβάλ­λουν για να γίνεται ο ελληνικός λαός ο πιο απείθαρχος λαός της Γης.
[...] Ρωτείστε έναν Έλληνα για όλα τα μεγάλα ονόματα της χώρας του. Κανέναν δεν θα αφήσει χωρίς να τον λερώσει. Ο τάδε έχει προδώσει, ο δεί­να έχει κλέψει, ένας άλλος οργάνωσε δολοφονίες. Δεν υπάρχει Έλληνας πού να εκτιμάται στην Ελλάδα.
Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο, το όποιο οι πιο ένθερμοι συνή­γοροι του ελληνικού λαού είναι υποχρεωμένοι να προσπερνούν με ελαφρότητα: Το κεφάλαιο της ευθύτητας. 0ι Έλληνες στο εξωτερικό έχουν αποκτήσει μια φριχτή φήμη: λένε “Έλληνας” όπως θα έλεγαν “κλέφτης”. Είμαι υποχρεωμέ­νος να ομολογήσω ότι δεν αξίζουν περισσότερο από τη φήμη τους. Μου έδειξαν στην αυλή του Όθωνα κάποιον ανώτερο αξιωματικό που τον έπιασαν πολλές φορές να κλέβει στα χαρτιά. Αλλά δεν δακτυλοδειχτούν τους δικαστές πού έχουν ξεπουλήσει τη δικαιοσύνη, τους κρατικούς παράγοντες πού έχουν εξαγορασθεί και τους ανώτερους αξιωματικούς του στέμματος πού διοίκησαν συμμορίες ληστών. Δεν θα τελείωναν ποτέ. Οι Έλληνες έχουν ένα αξίωμα: όλα τα μέσα είναι καλά για να πλουτίσεις. Η πετυχημένη κλοπή, είναι αντικείμενο θαυμασμού, όπως άλλοτε στη Σπάρτη. Τους αδέξιους τους λυπούνται. Εκείνος πού αφέθηκε να τυλιχτεί, δεν κοκκινίζει παρά για ένα πράγμα: για το ότι πιάστηκε κορόιδο.
Συνοψίζω τις προηγούμενες παρατηρήσεις: Ο ελληνικός λαός είναι νευρικός, ζωηρός, λιτοδίαιτος, μυαλωμένος, πνευματώδης και περήφανος για όλα του τα προτερήματα. Αγαπά με πάθος την ελευθερία, την ισότητα, και την πατρίδα, αλλά είναι απείθαρχος, φθονερός, εγωιστής, ελάχιστα ευσυνείδη­τος, και μισεί τη χειρωνακτική εργασία. Και τέλος μια παρατήρηση ιδιαίτερα σηματική: Ο πληθυσμός μένει στάσιμος και μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια δεν αυξήθηκε αισθητά.

Ο Αμπού είναι καυστικός, αμείλικτος αλλά και τίμιος. Βέβαια, σε αυτό το πρώτο ποστ για το έργο του Αμπού παραθέτω την γνώμη του για την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων η οποία μπορεί να θεωρηθεί υποκειμενική –ίδιον άλλωστε εκάστης γνώμης– ή τολμηρή, αυστηρή, υπερβολική, κυνική, ακόμα και προσβλητική, κυρίως γιατί είναι εύστοχη και οδυνηρή. Η άποψή του όμως για την οικονομία, την παιδεία, την διοίκηση, την εκκλησία (σε επόμενα ποστ για όλα αυτά) είναι ακόμα οδυνηρότερη αλλά αδιαμφισβήτητη: στηρίζεται σε απτά στοιχεία (ε, και τα παραπάνω απτά είναι). Μας θυμίζει ότι το φτωχό μας κράτος, που έχει μόνο 170 χρόνια ζωής, ξεκίνησε με τον πλέον στραβό τρόπο: ως υποχείριο ξένων δυνάμεων –βλ. σήμερον τον Γεώργιον Βούς τον νεώτερον κλπ-, εκ γενετής καταχρεωμένη –σας θυμίζει κάτι;-, και με μια ομάδα ανίκανων διοικούντων να μας οδηγεί κατά διαόλου –βλ. Κωστάκη και Γιωργάκη-, ενώ κάποιοι ροκανίζουν τα πτωχά μας λεφτάκια, που δικαίως-αδίκως δεν πληρώνουμε ποτέ αρτίως στην εφορία.
Συμφωνών δε με τας πλείστας εκ των επόψεων του Αβού, ομολογώ ότι μοι ανώχθη νέα ατραπός ερμηνείας της συμπεριφοράς των συγχρόνων ημίν Ελλήνων: Οποτεδήποτε κάφρος τις προσποιούμενος τον κινέζον σας αρπάξει τη σειράν προ του ταμείου, ή μαλάκας τις μετά αεροτομοφόρου και νταπαντουπιζούσης μπουρούχης έμβει έμπροσθέν σας εις τον ερυθρόν σηματοδότην, θυμηθείτε: είνε η ζοφώδης όψις της εμφύτου τάσεως του Έλληνος προς την ελευθερίαν και την ισότηταν, και ουχί η έμφυτος ροπή προς την μαλακίαν, ουδόλως καταδειχθείσα υπό του επιεικούς και μειλιχίου Εδμόνδου Αβού.
[Τα κείμενα (με τους πλαγίους χαρακτήρας): από παλαιικόν σκωληκόβρωτον τόμον της εκδόσεως των αδελφών Τολίδη, μεταφράσεως Α. Σπηλίου και επιμελείας Τ. Βουρνά. Το εν λόγω σύγγραμμα δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον εις τα βιβλιοπωλεία.]