(Μικρά γλωσσική μελέτη)
Ότε εγένετο νύξ, οι τρείς πτωχοί στρατιώται, ο Βασιλάκης, ο Κυριάκος και ο Περικλής, ομού μετά του καλογήρου, εκάθησαν περί την τράπεζαν δια να φάγωσιν το πενιχρόν δείπνον των, αποτελούμενον εκ πινακίου φακής, τεμαχίου άρτου και ποτηρίου ερυθρού οίνου. Η παρουσία του καλογήρου, όνπερ οι δύο εξ αυτών δυσφορούντες είχον δεχθεί εν τη παλαιά οικία προ τινών ωρών, εθέρμαινε τώρα την καρδίαν των. Οι λήροι του αγίου πατρός και ο γενναίος οίνος έθαλπον την ψυχήν των και υπεδαύλιζον το εν ληθάργω άσβεστον πυρ της πίστεως.
Ήτο μικρόν και αμύστακον παιδίον ο Βασιλάκης, παιδιόθεν αγαπητός και επιστήθιος φίλος μου, ότε εκλήθη να υπηρετήση την πατρίδαν. Ο Βασιλάκης, όνπερ αγαπώ και τιμώ ως ομοθαλήν και ομογάλακτον αδελφόν -εξ ετέρου πατρός και εταίρας μητρός-, διάγων νυν εν εσπερία και διαπρέπων εις το στάδιον της μεγίστης των τεχνών, ανήκει εις την σπανίαν κατηγορίαν των ανθρώπων εχόντων εξόχως καλήν καρδίαν ομού μετά ιδιαζούσης οξυνοίας, συνδυάζων την αρετήν μετά της ευφυίας. Το μέγιστον δε προτέρημα πλην σημαντικότατον ελάττωμα του φίλου μου, υπήρξεν ανέκαθεν η αδυναμία του –η ανικανότης θα παρετήρει τις– να μνησικακήση. Εξ’ου και η τάσις να γίνηται στόχος παντός σκώμματος και αστεϊσμού, πρωτοστατούντος κυρίως του αδελφού μου και εμού, συμμετέχοντος δε ολοκλήρου του ομίλου των παλαιοφίλων. Τα δε σκώμματα εκυμαίνοντο από απλών πειραγμάτων –το υποκοριστικόν ‘Βασιλάκης’ απετέλει έν εκ των συνήθων σκωμμάτων, ο δε βραχύσωμος φίλος μου το εθεώρει ως ‘λεκτικόν ευνουχισμόν’, ιδίως όταν απεκαλείτο ούτως ενώπιον ευμόρφων γυναικών, υπενθυμίζων δε πάντοτε δια κινήματος της χειρός τη δοξασίαν ότι το ύψος του σώματος είνε αντιστρόφως ανάλογον του γεννητικού στρουθίου–, έως χονδροειδεστάτων φαρσών, δι’ ων πολλάκις ολίγον έλειψε να απολέση πάσαν ελπίδαν πατρότητος. Ο Βασίλης εθύμωνε, πλην ο θυμός του διήρκει μόνον δευτερόλεπτα τινά, είτα εξεκαρδίζετο εις χείμαρρον γελώτων.
Ο Βασίλης ήτο ο πρώτος εξ ημών όστις εκλήθη να εκτελέση τας στρατιωτικάς του υποχρεώσεις. Παρελθούσης δε της βασικής εκπαιδεύσεως, μετετέθη εις προκεχωρημένον φυλάκιον της Θράκης, ίνα ολοκληρώση την κολοβόν ολιγόμηνον θητείαν του, γόνος ών πολυτέκνου οικογενείας. Προϊόντος του χρόνου και αυξούσης της παλαιότητος και κνήσεως των όρχεων, απεφασίσθη ομού μετά δύο συστρατιωτών του να ενοικιάσωσι μικράν πενιχράν οικίαν, εις την πολίχνην ου μακράν του φυλακίου, δια να δύνανται να απολαμβάνωσι κατά τας εξόδους των ολίγας ώρας ανεμέλου ύπνου ή δια να ροφώσι τζούρας τινάς καπνού εκ των μελαγχρόων δασυφύλλων φυτών άτινα κρυφίως φύονται επί των γονίμων εκείνων γαιών.
Ο είς εκ των φίλων, ο Κυριάκος, νεανίας άκακος και θεοσεβούμενος, πλην δύστροπος και δεισιδαίμων, μεγαλωθείς μετά των απολιθωμένων επιταγών του γράμματος των Γραφών, κρατών πάντοτε κομβοσχοίνιον και υποψάλλων τροπάρια και προσευχάς, ομίλει πλειστάκις περί του πνευματικού της οικογενείας του, σοφού κι αγίου καλογήρου, μονάζοντος εν Αγίω Όρει, όστις πολλάκις τον είχε σώσει εκ των ονύχων του Σατάν και τας αρπάγας παντός δαίμονος και τελωνίου. Πολλάκις δε διηγείτο την αλγεινήν δοκιμασίαν του, εξ’ ής τη βοηθεία του Αγίου Πνεύματος και του πανσέπτου πατρός εξήλθεν αλώβητος. Προ τινών ετών, ο Δαίμων, είχε πειραθεί να τον σύρη πέραν των πυλών της κολάσεως, εμφανισθείς εν ονείρω νύκτα τινά και λαμβάνων εναλλάξ τας μορφάς της Παμέλης Ανδέρσωνος και της Δόλης Βάρτονος. Ο πτωχός νέος, γνωρίζων τα μηχανευομένα υπό του Διαβόλου τεχνάσματα, ουδόλως επλανήθη από τας απατηλάς πληθωρικάς οπτασίας, εποίησεν δε νοερώς το σημείον του σταυρού και υπετονθόρυσεν τα Πατερημά του. Παρά τας εν υπνώσει προσευχάς και παρακλήσεις, ο Δαίμων ανθίστατο σθεναρώς, λαμβάνων δε τας μορφάς της Μόνικας Βελούση και της Βάνας Βάρβα και αποκάμνωντος του νεανίου, τω ώρμησεν μετά θωπειών και ασελγών λειχιών εις αποκρύφους περιοχάς, πολλάκις δε επειράθη να του συνθλίψη την κεφαλήν δια σφοδρών κτυπημάτων εκ των κολοσιαίων μαστών και να τον τυφλώση δια των θηριωδών θηλών. Ο Κυριάκος ετινάχθη κάθιδρως, φέρων τα σημεία της υπερφυούς δαιμονικής επιθέσεως επί του ως αντίσκηνον τανυθέντος εσωβράκου του, εσταυροκοπήθη έντρομος αυτοστιγμεί και εράντισεν τας ήδη υγράς περισκελίδας του με αγίασμα. Ύστερον προσεπάθησε μετρών προβατάκια να αποκοιμηθή. Ο Δαίμων όμως δεν ησύχασε. Τον κατεδίωξε μέχρι πρωίας λαμβάνων την μορφήν του Μύκητος Θεοδωράκη, γυμνού, άδοντος και διευθύνοντος την Κρατικήν. Παραληρών και πυρέσσων, με πελιδνήν την όψιν και σβεσμένους τους οφθαλμούς, ο δύστηνος νέος κατέφυγεν εις την βοήθειαν του πατρός Παλλαδίου. Όθεν, κατά τα φαινόμενα, εσώθη.
Ημέραν τινάν, ο Κυριάκος, περιχαρής, ένδακρυς και τρέμων εκ συγκινήσεως, επληροφόρησεν τους συνοίκους του περί της προσεχούς ελεύσεως του αγίου πατρός εν τη πολίχνη. Ο δύστηνος νέος εφρόνει ως απαράβατον υποχρέωσιν του να φιλοξενήση τον μυθικόν καλόγηρον εν τη πτωχική των οικία, πλην ο Βασιλάκης και ο Περικλής, οίτινες επεθύμουν την ησυχίαν των, ουδέν ήθελον ακούσει περί καλογήρων, αποφοράς σκορόδων και ρινοφωνιών. Ο Κυριάκος, εφαρμόσας άπασας τας ενδεδειγμένας μεθόδους εξοίδησης των όρχεων των φίλων του, άλλοτε με το καλόν και άλλοτε με το κακόν, πότε δια της πειθούς και κάποτε δια κλαυθμυρισμών ή και απειλών, επί τέλους υποσχεθείς να βαρέση άπαντα τα γερμανικά νούμερα και τας καθαριότητας της καλλιόπης, να τους υπηρετή δε ως πρόθυμος και ευπειθής καμαριέρα, έπεισε τελικώς τους συστρατιώτας του. Άλλως τε η αβαρία δε θα ήτο δυσβάστακτος: ο μοναχός θα εφιλοξενείτο δια μίαν μόνον νύκταν, την δε επιούσαν θα ανεχώρει.
Μεγάλην και αλλόκοτον εντύπωσιν ενεποίησεν τω Βασίλη η μορφή του άρτι αφιχθέντος καλογήρου. Αντί κυφού, νωδού, ρυπαρού, αυστηρού και στομφώδους κρονολήρου γέροντος, ηύρεν άνδρα τεσσαρακοντούτην, νευρώδην και κινητικόν, με αδρούς χαρακτήρας και αλλόκοτον υγρόν, έντονον και σπηνθηροβόλον βλέμμα, ευπροσήγορον, διαχυτικόν και μετά επιτηδεύσεως ευγενικόν, αποπνέοντα αίσθησιν ανθρώπου πολυμαθούς, ουχί μόνον δια της μελέτης των γραφών ειμή δια των βιωμάτων του αληθούς βίου. Ομίλει ηρέμως και μετά βεβαιότητος, οι δε υγροί και αεικίνητοι διεισδυτικοί οφθαλμοί του εμαρτύρουν ότι άσβεστος φλόξ υπέκαιεν εν τω πνεύματί του. Η απλότης και η αμεσότης του ήθους του υπεσκέλισεν πάσαν προκατάληψιν και σκιάν. Άλλως τε, ο καλόγηρος εφάνη ότι τους κατασυνεπάθησεν, ήξευρε δε και πολλά ανέκδοτα, καίτοι ενίοτε κακόγλωσσα, εξερχόμενα του αγίου στόματος ομοίαζον ως εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Ότε αργότερον, εις προκεχωρημένην ώραν και κενοθείσης ολοκλήρου της δαμινζάνας, η συζήτησις εστράφη εις θέματα της πίστεως, ο ιερομόναχος εφάνη ευρύνους και πρόθυμος να ομιλήση ακόμη και με τον αιρετικόν αθυρόστομον Περικλήν, έχοντα πάντοτε πρόχειρον την χριστοπαναγίαν και το γαμοσταυρίδιον εις άκρον χειλέων.
Την επιούσαν, σηκωθείς εκ της στρωμνής ο Βασιλάκης, έτι ρεγχόντων των φίλων του, ηύρε τον καλόγηρον ευδιάθετον, ροφώντα τον καφέν του και δάκνοντα θηριώδες παξειμάδιον. Ο καλόγηρος τω προσέφερεν καφέν και κουβένταν. Εις πάσας τα περιπτώσεις εν αίς συνεφώνει μετά του φίλου μου, ορθώνετο μετά προδήλου συγκινήσεως και κύπτων τον ησπάζετο σταυροειδώς επί του προσώπου-ως πολλάκις έπραξε την προτεραίαν-, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Διότι ως τοιούτας εξέλαβε τα διαχύσεις ταύτας ο Βασιλάκης, κυρίως εκ του σχήματος της ακολουθίας των ασπασμών (αρχικώς επί του μετώπου, είτα εις τον πώγωνα και τέλος επί των παρειών), παραπέμποντος είς το επάρατον όργανον των Παθών του Κυρίου ημών, υπερλάμπρου αστέρος Ιησού Χριστού.
Προ δε εκάστης τετράδος ασπασμών ανεφώνει:
-Βρε, τι καλά παιδιά που είσαστε σεις!
Αργότερον, ο πατήρ Παλλάδιος προθυμοποιηθείς να συνδράμη ταις οικιακαίς εργασίαις, συνώδευσεν τον Βασιλάκην εις την αγοράν, εις άπαντα δε τα οψώνια και ενώπιον του ταμίου, ο μοναχός έσυρε εκ του θυλακίου παχυλοτάτην δεσμίδαν χαρτονομισμάτων, εξ’ ών, παρά τας διαμαρτυρήσεις του σεμνοτάτου φίλου μου, εξώφλει τους λογαριασμούς, λέγων:
-Εγώ δεν έχω ανάγκη! Εμένα μου τα δίνει ο Θεός!
Η γενναιοδωρία του καλογήρου εκορυφώθη, ότε ο φίλος μου εστάθη έμπροσθεν προθήκης βιβλιοπωλείου, -ως άνιπτον ορφανόν παιδίον εν μυθιστορήματι του Καρόλου Δίκενς, ιστάμενο και σιελοροούν ενώπιον προθήκης αρτοποιείου-, καταβροχθίζων δια των οφθαλμών μέγα συλλεκτικόν πανάκριβον λεύκωμα, όπερ παραχρήμα ο καλόγηρος τω ηγόρασεν. Ο Βασιλάκης ησθάνθη μεγίστην εντροπήν, και εμέμφθη εαυτόν δια το αχόρταγον βλέμμα όπερ έρριψε προ ολίγου επί του ευμεγέθους θελτικοτάτου βιβλίου, πλην ο άγιος άνθρωπος –εξ αληθούς ταπεινοφροσύνης και δια να καθυσηχάση τον αιδήμονα φίλο μου– τον ησπάσθη σταυροειδώς, νεύων άνωθι και λέγων:
-Εμένα μου τα δίνει ο Μεγαλοδύναμος!
Ο δε απιστότερος του Θωμά, Περικλής, ιδών το κενότερον παγκαρίου εκκλησίας ψυγείον των, ως εκ θαύματος πληρωθέν δια της Θείας Χάριτος μεταμορφωθείσης, ουχί εις πάλλευκον περιστεράν, ουδέ εις δέσμην αγλαούς φωτός, ειμή εις δεσμίδαν πεντοχιλιαρίκων εμφωλεύουσαν τω θυλακίω του θεοστάλτου καλογήρου, επίστευσεν. Δάκνων δε μέγα εκ Λευκανίας αλλάντα και ασπαζόμενος ευσεβώς την χείραν της αγιότητός του, τον ηυχαρίστει δια θερμών λόγων.
Ο σεπτός καλόγηρος τοις απήντησεν ότι δεν ήτο ανάγκη να ευχαριστώσιν αυτόν, ειμή τον Παντοδύναμον, εξ’ ου προέρχονται άπαντα τα αγαθά του ματαίου τούτου κόσμου. Εαν ήθελον να τον ευχαριστήσωσιν, όφειλον να ενταχθώσι τω ποιμνίω Αυτού, αρχής γενομένης αυτοστιγμεί δια αληθούς εξομολογήσεως.
Οι τρείς φίλοι ωχρίασαν ως ερυθρίνιον, είτα ερυθρίασαν ως λεμόνιον. Άπαντες ενετρέποντο να εκτεθώσιν ενώπιον του αμώμου, αγίου τούτου πατρός, όστις, αγνοών τας βαρυτάτας αμαρτίας των, τους συνεπάθη φανερώς. Τινί τρόπω άρα γε θα ηδύναντο ο Βασίλης και ο Περικλής, να παραδεχθώσι ότι, κατά τας στρατιωτικάς έξεις, είχον κάμει το στρουθίον τους σφενδόνη; Τινί τρόπω θα ημπόρει ο Κυριάκος να εξομολογηθή ότι, παρασυρθείς εκ του Πονηρού, είχε καταβροχθίσει σοκολατάκιον άρτιον –πλήρες, φευ, ηδυπότου– κατά την παρελθούσαν τεσσαρακοστήν; Όμως, εν ακαρεί, δια του ασβέστου πυρός εν τοις υγροίς όμμασιν και της επιμονής του πατρός, πας δισταγμός απεδιώχθη. Έκαστος των αμαρτησάντων εκείνων νέων, εισήρχετο εντός του χρησιμεύοντος ως υπνωτήριον πενιχρού θαλάμου, και εξήρχετο κύπτων την κεφαλήν και νεύων τους οφθαλμούς χαμαί.
Τελευταίος εισήλθεν ο Βασιλάκης. Εξομολογούμενος τας ανομίας του –εξ αιδημοσύνης προσεπάθησε να τας αμβλύνει–, ο πάνσεπτος μοναχός, κρατών την δεξιάν του χείραν, τον ενεψύχου. Περατωθέντος του μυστηρίου, και υπολογισθέντων των επισυρομένων εκ τοιούτων αμαρτιών επιτιμίων –ήγουν γονυκλισιών, προσευχών και νηστειών–, ο εξομολογήσας εποίησεν το σημείον του σταυρού, είτα κύπτων τον ησπάσθη τω προσώπω, σταυροειδώς, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Κατά δε τον δεύτερον ασπασμόν, ο Βασίλης ησθάνθη, ως εκ θαύματος, γλίσχρον, θερμόν και μυώδες αντικείμενον εισελθέν τω στόματί του, ελισσόμενον από κυνοδόντων προς σταφυλήν και από γλώσσης ως ουρανίσκου, σταυροειδώς. Το γλίσχρον αντικείμενον ήτο η Θεία Χάρις, λαμβάνουσα τη μορφήν της γλώσσης του αγίου πατρός, ήτις εξηκοντίσθη εν ακαρεί ως γλώσσα βατράχου θηρεύοντος αυγουστιάτικας μυίας. Ο φίλος μου απελιθώθη εκ της αναπαντέχου σιελώδους θείας εισβολής, μετά δε την παράλευσιν στιγμών τινών και παραμενούσης της ιεράς γλώσσης τω στόματί του, ο Διάβολος τω υπέβαλλεν αισχράς και ανυποστάτους υποψίας. Εξελθών του θαλάμου, αλλόφρων και πνευστιών, είπεν χαμηλή τη φωνή:
-Μη με αφήσετε μαζί του ούτε στιγμή! Ούτε στιγμή!
Ήτο ήδη η ώρα της αναχωρήσεως του μοναχού. Αναμένοντες τον ανελκυστήραν, ωσεί να ήτο συνεννοημένοι και λησμονούντες την σπαραξικάρδιον παράκλησιν του, ο Κυριάκος και ο Περικλής απεφάσισαν να κατέλθωσιν δια της κλίμακος, απομένοντος του Βασίλη ομού μετά του ρασοφόρου. Καταληφθέντος δε υπό του ακαθάρτου Δαίμονος, η κάθοδος τω εφάνη ως να διήρκησε αιώνας, θα τω ήτο δε μακράν προτιμώτερον να ευρίσκετο εις τας Κολάσεις των πινάκων του Ιερωνύμου Βός –βράζων εντός θηριώδους χύτρας ομού μετά του αρχιεπισκόπου και ετέρων περιττωμάτων ή παίζων μέγα σουραύλιον πυγηδόν–, ειμή να ευρίσκηται εις απόστασιν αναπνοής από τον καλόγηρον. Η Θεία Χάρις, αφήσασα τον νέον δοκιμαζόμενον υπό του δεινού Δαίμονος, δεν εξήλθεν πλέον εκ του στόματος του αγίου πατρός.
Aποχαιρετήσαντος εν σταθμώ και απομακρυθέντος του καλογήρου, ο Βασίλης ομού μετά του Περικλέους ανέκραξον εν χορώ:
-Είναι πουστάρα! Είναι πουστάρα!
Και ο Κυριάκος, εν εξάλλω καταστάσει και σχίζων τας παρειάς:
-Όχι! Όχι! Ο σατανάς σας έβαλε! Ο σατανάς!
Μετά από πολλά έτη, λησμονών ως φαίνεται την προτέραν εμπειρίαν του, ο φίλος μου επεσκέφθη την Αθωνικήν Πολιτείαν. Ένθα συνήντησε πληθύν καλογήρων με αλλοκότους, υγρούς οφθαλμούς. Σχετικώς με τας γλώσσας των ουδέν μοι ανεφέρθη.
Η παραπάνω ιστορία -εξαιρουμένων των αρτυμάτων- είναι πέρα για πέρα αληθινή...
Labels: Αφηγήματα