Wednesday, September 12, 2007

Αφήγημα

Η Ζωή εν Τάφφω

Το σπαραξικάρδιον θέαμα του πτωχού όντος, του θωρώντος με δια των μεγάλων απλανών οφθαλμών, μεγίστην άρρητον μοι ενεποίησεν θλίψιν.
Η ατάραχος όψις του εξέπεμπεν αίσθησιν πρωτογνώρου αφάτου ευδαιμονίας. Επί των λεπτών χειλέων του απετυπούτο ακαθόριστον σταθερόν υπομειδίαμα, το δε βλέμμα του ήτο απλανές και αι κόραι του διεσταλμέναι, ως ελεεινού ψυχοπαθούς πολλαπλώς λοβοτομηθέντος.
Το άλλοτε τρομερόν πλάσμα ενεφώλευε πλέον πειθηνίως εντός του υπερφυούς τριχαπτώδους εσωβράκου. Παρά την στενότηταν του χώρου, συνεστρέφετο ευκόλως και ελίσσετο επιδεξίως εις την νέαν του εξ υφάσματος φωλεάν. Διήγεν άλλοτε ερευνών τας αβυσσαλέας, γλίσχρας και ερεβώδεις οπάς, άλλοτε πλατσουρίζον εις τα στάσιμα σακχαρόχροα κολλώδη υγρά, άλλοτε αμέλγον τας σαρκίνας προεξοχάς, άλλοτε ολισθαίνον χαριέντως επί των ολιγοσάρκων γλουτών, άλλοτε κρεμάμενον εκ των αιδοιοχειλέων, και κάποτε πλέκον καλάθους με τας βοστρυχώδεις θρίχας. Βραδύτερον, ότε εβαρύνετο, ανερριχάτο δια των θριχών και ανελίσσετο, και επί τέλους αδράχνον την άκραν του εσωρούχου δια των δακτύλων και θέτον την κεφαλήν επ’ αυτών ερρέμβαζεν ησύχως.
Εις τους μέλανας κενούς οφθαλμούς του ψοφοδεούς εκείνου πλάσματος, ανεγνώρισα μετά θλίψεως και οργής τον Τάφφον(*), τον νηπιόθεν επιστήθιον φίλον μου. Εν είδει αστραπής διήλθον έμπροσθεν μου ως άυλα φάσματα, αι φαιδραί εκδρομαί, οι ανέμελοι περίπατοι, αι ατέρμονες συζητήσεις, αι αμοιβαίαι εκμυστηρεύσεις, αι σφοδραί φιλονικίαι αίτινες επλήρουν τας ευτυχείς εκείνας ημέρας του παρελθόντος, τας παρελθούσας ως μοι εφαίνετο πλέον ανεπιστρεπτί.
Τις θα εδύνατο να εικάση ότι ο κάτοχος των αφλόγων εκείνων ομμάτων υπήρξε παλαιότερον άνθρωπος ιδιαζόντως οξυδερκής και υπερμέτρως ευφυής; Τινι τρόπω ο φλογώδης φέρελπις νεανίας κατήντησε άλογος ζώνεκρος, ενδιαιτών νυν εν τω υπερφυεί μαρσίπω;
Η κατάχρησις εις την θεωρουμένην ως επιφέρουσα αναποφεύκτως τύφλωσιν χειρονακτικήν συνήθειαν, θα ήτο η ευκολοτέρα καίτοι αβασάνιστος εξήγησις, ήτις θα εξήρχετο αβιάστως εκ των χειλέων ημών, όμως δεν θα ήρκει ίνα δικαιολογήση πλήρως την οικτράν του κατάστασιν.

Κι όμως φίλτατέ μοι αναγνώστα, ο Τάφφος ήρχισεν το στάδιον του βίου του με τας καλλιτέρας προϋποθέσεις. Η οικογενειακή θαλπωρή και η αρτία χριστιανική -εν τοις εκπαιδευτηρίοις της Ελληνικής Παιδείας- μόρφωσις των παιδικών ετών προδιέγραφον σταθεράν εξέλιξιν, και ουδέν προείκαζεν το φοβερόν κτύπημα της τύχης όπερ επέπρωτο να διαταράξη τον ευδαίμονα και ανέφελον βίον του μικρού παιδίου. Η Μοίρα, μεταμορφωθείσα εις βάρβαρον μάχαιραν μύωπος χειρούργου, καίτοι –δόξα τοις Θεοίς– δεν απέκοψεν το νήμα της ζωής του μικρού Τάφφου, τω απεστέρησε σημαντικόν τμήμα ζωτικού οργάνου. Ιδού τι συνέβη: Οι βαθέως θρησκευόμενοι γονείς του, ακολουθούντες τας σχετικάς προς την περιτομήν προτροπάς του αποστόλου Παύλου, έθεσαν το ανυποψίαστον παιδίον ενώπιον του αδαούς εκείνου σφαγέως, δι’ ού ουχί μόνον περιετμήθη η μιαρά ακροποσθία αλλά και απετμήθη σημαντικόν μέρος οργάνου και αυτοεκτιμήσεως.
Εις την φοβεράν αίσθησιν απωλείας, πολλώ δε δεινοτέρα της αφορήτου αλγηδόνος, ευρίσκεται η πρωταρχική αιτία της παιδιόθεν αλλοκότου συμπεριφοράς του. Εν τη τρυφερά καρδία του ακρωτηριαθέντος παιδίου εφώλευσαν μέλανα και χαώδη αισθήματα και εις τους λογισμούς του παρεισέφρησαν σκέψεις τυρβώδεις, νεφελώδεις, ακαθόρισται και συγκεχυμέναι. Έκτοτε, εκ των αλύσεων των ειρμών του εξέλιπον βαθμηδόν λογικά τινά βήματα, ούτως ώστε οι λογισμοί του απέβαινον συχνάκις άγονοι, ασθενείς και ασύνδετοι, τα δε συμπεράσματά του εξωφρενικά και αυθαίρετα.
Θύματα του νοσούντος νοός ήτο οι συζητήσεις μας και η πτωχή του γαλή, ο Αλματίων. Τι λογικώτερον άραγε του θέτειν τις την γαλήν του εντός του καταψύκτου; Διότι, εσκέπτετο ο δύστηνος νέος -ουχί εκ φαύλης προαιρέσεως, ειμή εξ αιτίας του πάσχοντος νοός- ως παν μάλλινον, ως ελέγετο, τιθέμενο εν καταψύξει παύει να μαδή, ούτως και η γαλή, ούσα μαλλινοφόρος, επιβάλλεται να έχη την αυτήν μεταχείρισιν. Δεν διεπιστώθη εί ο τεθείς εντός του καταψύκτου γάτος του ήτο της αυτής απόψεως.
Οι γονείς και οι καθηγηταί του παιδίου εξελάμβανον τας σποραδικάς, αρχικώς, εκδηλώσεις των ομιχλωδών σκέψεων του ως ιδιότυπα δείγματα ιδιαζούσης ευφυΐας, παραπλανηθέντες αφ’ενός εκ των αληθών αναλαμπών οξυνοίας –οξυνοίας σπανίας τω όντι και υπερφυούς, δύναμαι δε προσωπικώς να διαβεβαιώσω εν πάση ειλικρινεία, ότι ο Τάφφος έμαθεν απταίστως την γαλλικήν εντός δύο μόνον ωρών– αφ’ετέρου εκ της σοβαροφανούς εκφράσεως του οστεώδους προσώπου και των βλοσυρών οφθαλμών, ούς είχε κατορθώσει δια πολυώρων μελετών να καταστήση βλοσυροτέρους.
Βεβαίως, ουδείς εξ ημών υπώπτευε τας δυσκολίας δι’ων διήρχετο ο ακρωτηριασθείς φίλος μας. Τουναντίον, διεσκεδάζαμε με τους αλλοκότους λήρους του και τας ασυντάκτους σκέψεις του, τας οποίας απεδίδαμεν είς την παιγνιώδη διάθεσιν του. Άλλωστε, ο όμιλος των φίλων μας ήτο αληθές απάνθισμα βαρέων και ανιάτων περιπτώσεων, μεθ’ ων συγκρινόμενος ο δύσμοιρος Τάφφος εφαίνετο ως ο φυσιολογικότερος πάντων.
Παρελθόντων των ετών, η κατάστασις δυστυχώς επεδεινούτο. Η άκανθα, η τοσούτο προώρως κεντήσασα την τρυφεράν καρδίαν εξογκούτο πλέον και εμηκύνετο ως θηριώδης σκόλωψ, ο δε Τάφφος ήρχισε βαθμιαίως να απομονούται και να μεταβάλληται εις μεγαλομανή ερημίτην. Άλλοτε, καίτοι μελάμπυγος και πισσόχρους, εθεώρει εαυτόν καταγόμενον εκ Σουηδών ιπποτών του μεσαιώνος μετοικησάντων εις νήσον τινά των Κυκλάδων. Άλλοτε εθεώρει εαυτόν ειδικόν επί παντός επιστητού, κατά κανόνα δε επί ζητημάτων άτινα πλήρως ηγνόει. Ως οι καλόγηροι και οι ιερείς ομιλούσι στομφωδώς και πολυξέρως περί Θεού και Παραδείσου καίτοι ουδέποτε εγνώρισαν ουδένα εξ αμφοτέρων, ούτω και ο Τάφφος ωμίλει περί των μυστηρίων των γυναικών και της τέχνης των ηδονών, καίτοι η μόνη επαφή του με αιδοίον τι είχε συναφθεί άπαξ και κατά πολύ παλαιότερον- κατά την γέννησίν του.
Όσο δε ημείς, νεότατοι όντες, επεδιδόμεθα είς πιπεράτας ακολασίας και σαρκικάς ηδονάς, τόσο ο Τάφφος εκλείετο εις τον εαυτόν και την οικία του. Δεν ηδυνάμεθα να αντιληφθώμε διατί ο φίλος μας, -όσπερ, παρά την τεραστίαν μεγαλιθικήν ρίνα ήτις υψούτο εν τω μέσω του οστεώδους προσώπου του, και την ωσεί προοριζομένην δια κοκκαλόσουπαν σκελετώδη άσαρκον σωματικήν κατασκευήν, παρά τους ασυναρτήτους λήρους και την μονόχνωτον συμπεριφοράν, ήτο γοητευτικότατος- δεν κατώρθωσε ποτέ να συνάψη σχέσιν μετά θηλέως τινός, ειμή άπαξ, με την Δόννη, παράδοξον αειδές τε και αηδές υβρίδιον μεταξύ σχιζοφρενούς λεσβίας εκφυγούσης του Δρομοκαϊτείου, ανοργασμικής αιγός εκφυγούσης της μαχαίρας του κρεοπώλου και του Ιουλίου Βρύνερ εκφυγόντος την λευκήν οθόνην. Η ολιγοήμερος σχέσις, περιορισθείσα εις θερμάς αντεγκλήσεις, τρυφεράς έριδας, γλυκάς υστερίας, περιπαθείς γρόνθους και ειλικρινή λακτίσματα, ευτυχώς ήτο μόνον πλατωνική, διότι εί ελάμβανε ετέραν χροιάν, θα καλείτο κτηνοβασία. Ο δύστηνος ο Τάφφος, έχων ήδη κλονισμένας τας φρένας και ευρισκόμενος προ νευρικής καταπτώσεως, αλλόφρων και εν εξάλλω καταστάσει, δεν ηδύνατο να δεχθή τινι τρόπω και αυτή εισέτι η Δόννα, η μετά βίας νοουμένη ως ανήκουσα τω γυναικείω φύλω, τω έρριψεν ιξώδη πρασινόγχρουν ρογχάλαν. Βεβαίως, βραδύτερον, η κατάστασις εβελτιώθη δραματικώς, καθότι ο Τάφφος συνήψε ολοκληρωμένας καίτοι βραχυχρονίους σχέσεις μετά λαμπρών νεανίδων, εκ των καλλιτέρων τροφίμων του ασύλου ανιάτων. Η ανέλπιστος μετά της Δόννης αποτυχία και αι επόμεναι αμφισβητήσιμοι επιτυχίαι απεδόθησαν φυσικώς τω ελλιπεί των περισκελίδων του περιεχομένω.
Εις την δεινή του θέσιν και προ του απονενοημένου δύο ήτο αι έσχαται λύσεις: Είτε η πλήρης αποκοπή του εκβραχυνθέντος στρουθίου και η έναρξις λαμπρού σταδίου έμπροσθεν του Ωνασείου, είτε η επιμήκυνσις και η εκπλάτυνσις του δια των τεχνολογικών καινοτομιών. Δε δυνάμεθα να είπωμεν μετ’ ακριβείας εί ο Τάφφος, δια να σιγουρεύση το αποτέλεσμα, ηγόρασεν κολοσσιαίον μεγεθυντή πιέσεως χιλίων ατμοσφαιρών, ή θέτων εις εφαρμογήν τας δεινάς του μηχανολογικάς γνώσεις και συνδυάσας συσκευήν τινά αμολγής αγελάδων με γιγαντιαίον υπερσυμπιεστήν κατεσκεύασεν αλλόκοτον μηχανήν, όπως και να έχη το ζήτημα, τελικώς ευρέθη εν κωματώδει καταστάσει εντός του νοσοκομείου. Η θυελλώδης αναρροφητική ισχύς ήτο τοσούτο σφοδρά, ώστε ουχί μόνον δεν εμεγθύνθη το υπολειπόμενον μέλος, αλλ’ ανερροφήθη -ως μοι εκμυστηρεύθη βραδύτερον ο Τάφφος- και το όσχεον μετά του περιεχομένου του. Εις τους επισκέπτας και τους περιέργους ανεκοινώθη ότι υπεβλήθη εις εγχείρισιν κοίλης...
Ο Τάφφος, έχων τεταραγμένας τας φρένας, ελλιπέστερος ή παλαιώτερον και παρά τας παταγώδεις διαδοχικάς αποτυχίας, ηρνείτο πεισματικώς την βοήθειάν μας. Διότι εις πλείστας όσας περιπτώσεις επειράθημεν να τω συστήσωμεν εις αιθερίας τινάς υπάρξεις, καίτοι μέχρι τούδε συσχετισθείς μόνον μετά θηλέων τινών προερχομένων εκ του Πλανήτου των Πιθήκων, ‘η μία τω εξύνιζεν κι’ η άλλη τω εβρώμαγε’. Παρά ταύτα, εξηκολούθει να μας μέμφηται δια το ότι εις ουδεμίαν τον εγνωρίσαμεν.

-Ρε Τάφφο, τι θα γίνει; Γνώρισες καμμία γκόμενα;
-Ε... όχι. Δε μου γνωρίσατε και σεις καμμία...
-Τι λες! Και η Ελένη;
-Η Ελένη; Κοιτάζεις ρε ηλίθιε που δε μιλάω; Δε φτάνει που μου φέρατε το βόδι...
-Βόδι η Ελένη; Καλά, τόσο μαλάκας είσαι; Και η Μαρία;
-Καλά, άσε, αυτή είναι πουτάνα.
-Έ, τότε κάτσε, μαλάκα, να τον παίζεις...

Φαίνεται ότι αι δοξασίαι του μεσαιώνος και της αναγεννήσεως περί συνδέσεως των όρχεων με τον εγκέφαλον μέσω της σπονδυλικής στήλης –όπως αύται περιγράφονται εις τα χειρόγραφα του σοφού Λεονάρδου Βιντσιώτου κ.ά.– θεωρούμεναι ως αβάσιμαι και αντιεπιστημονικαί την σήμερον, ηύρον την πειραματικήν τους απόδειξιν εις την περίπτωσιν του Τάφφου. Δεν δυνάμεθα δι’ ετέρας εξηγήσεως να ερμηνεύσωμεν την επιμονήν του ν’ αναζητή, καίτοι ευρισκόμενος εν δεινοτάτη καταστάσει, την ιδανικήν γυναίκα, την έχουσα την μορφήν της Μονίκης Βελούση και τας πνευματικάς ικανότητας του Στεφάνου Χωκίνος. Εκ του αποτελέσματος οφείλομεν να παραδεχθώμεν ότι η επιμονή του επήνεγκεν αποτελέσματα εγγίζοντα τας προσδοκίας του, καθότι η νυν μνηστή του φέρει τας άνωθι αρετάς –καίτοι αντεστραμμένας.
Εδοξάσαμε δε τον μεγαλοδύναμον δια την εύρεσιν της -κατά πολύ προτιμωτέρας των προκατόχων της- αομμάτου εκείνης πτωχής παιδίσκης, ήτις έρριψεν εν βλέμμα ευσπλαχνίας τω ελεεινώ φίλω μας, και παραβλέποντες την ομοιότητάν της προς τον εν κομικίω ‘Τυχηρός Λεύκιος’, Ιώβ Δάλτονα –ως και αύτη παρέβλεψε το ελαττωματικόν στρουθίον– εορτάσαμεν την έναρξιν της απροσκόπτου και συνεχούς λειτουργίας του ελλιπούς πτηναρίου δια λαμπρών τελετών.
Ουδείς όμως υπώπτευεν τας δεινάς παρενεργείας. Ως τα εν Αβησσυνία σκελετώδη άσαρκα παιδία, καίτοι ημιθανή εκ της ασιτίας και της δίψης, κινδυνεύουσι να υποσθώσι σοβαράς βλάβας ή και να αποθνήσκωσι εί αποτόμως τοις χορηγηθεί τροφή, ούτως και ο φίλος μας, καίτοι συναισθηματικώς και ερωτικώς λιμοκτονών, εις μόνην την επαφήν μετά θήλεως τινός πλην της δεξιάς, έπαθε ανιάτους, ως εφάνη, εγκεφαλικάς κακώσεις. Έκτοτε, άνους και άφρων, ενδιατεί νυχθημερόν εντός του υπερφυούς εσωβράκου, μη δυνάμενος ουδέ δια της σφοδροτέρας βίας ν’ αποσπασθή.
Έν είνε το ίαμα το δυνάμενον να αποσείση τον δαιδαλώδη λήθαργον και να τον επαναφέρη –ως ο αιθήρ τους απωλέσαντας τας αισθήσεις– εις την φυσιολογικήν έλλογον κατάστασιν: Η τρομερά ρητή απαίτησις λευκών στεφάνων, μονοπέτρου δακτυλίου, γάμου και τέκνων. Αλλ’ όμως το μαρσιποφόρον, ως παν θήλυ, αφ’ ενός απευχόμενον την αφύπνισιν, και αφ’ ετέρου επιθυμούν υπανδρολογήματα και τέκνα, τω παρέχει το ανωτέρω ίαμα εις τοσούτο μικράς δόσεις, ούτως ώστε να καθίσταται δια του εθισμού όλως αναποτελεσματικόν.
Εάν δε το πάλαι ποτέ ανήσυχον πνεύμα δεν παραδοθεί αμαχητί, δια της εφαρμογής του Κάμα Σούτρα (ήγουν της παναρχαίας παρά τοις Ινδοίς τέχνης του Έρωτος και των Ηδονών) και συχνότερον δια του Κάμα Μούτρα (ήτοι της παρά ταις γυναιξί τέχνης της εξοιδήσεων των όρχεων), πάσα αντίστασις θα καμφθή. Διότι, όταν αποτύχη ο ακκισμός, η οπισθόβουλος λαγνεία και τα σαρκικά δελέατα -τα συνήθη γυναικεία μέσα προς πραγματώσιν πάσης επιθυμίας-, τίθεται επί τέλους εν εφαρμογή το απαράμιλλον και υπεραποτελεσματικόν μέσον της προσυνουσείου ή της επικραββατείου μορμύρας.

Εκ του τελευταίου ουδείς εσώθη.


(*) Δια του παρωνυμίου τούτου απεκαλούσαμε χλευάζοντες τον φίλον μας, ούτινος η έκπτωσις καταδεικνύει ότι υπήρξαμε υπέρ του δέοντος σκληροί. Το ‘τάφος’, βεβαιότατα γράφεται με ένα ‘φ’, ακολουθώ όμως αυτόθι την πρακτικήν του διπλασιασμού συμφώνου τινός, δια της οποίας ενόμιζεν ο φίλος μου ότι το όλως αδιάφορον κοινότυπον όνομά του θα περιεβάλλετο αίφνης δια αναμφισβητήτου αίγλης, ως θα έλεγε τις ότι το ‘Τάκης’ γραφόμενον ως ‘Τάκκης’, αυτομάτως μεταμορφούται είς εύσχημον σπάνιον όνομα, εφάμιλλον του ‘Οδυσσεύς’. Ίσως τω όντι να υποκρύπτηται μικρά δόσις αληθείας εις αύτην τη δοξασίαν. Άλλωστε, άλλο να γράφης ‘μαλακία’ και άλλο ‘μαλακκία’: Δια του δευτέρου, άπαντες θα αποφανθώσιν ότι ή πολύ διάφορος του συνήθους είσαι ή πολύ μαλάκας.

Οιαδήποτε ομοιότης προς πρόσωπα ή καταστάσεις είνε όλως συμπτωματική. Ουδέποτε ο συγγραφεύς υπέστη αφορήτους πιέσεις δια κλαυθμυρισμών και απειλών - στοχεύουσας την λογοκρισίαν και την περικοπήν εδαφίων τινών- υπό περιτμηθέντων προσώπων.

Labels: