Wednesday, October 29, 2008

Εμμανουήλ Ροΐδης: Ιστορία μίας γάτας

Γαλής εγκώμιον

Aν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν’ αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί. Εις προγενέστερον έργον μου επροσπάθησα ν’ αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της τοιαύτης περί των Αλεξανδρι­νών γνώμης και, προ πάντων, πόσον είναι άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανόμοιων, οία η εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της νεοπλατωνικής διανοίας. Τούτο είναι περίπου το αυ­τό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα ως μη φαγώσιμος η αηδών. Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος, ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν αυτός τον δέρει, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών δια λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατα του, στρέφων επί της πυ­ράς τον οβελόν καί προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκέδαση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακρι­βέστατα. Ουδείς ποτέ ούτε δι’ αμοιβής ούτε δια ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ’ οι τοιαύτα παρ' αυτού απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαί­νεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών (felins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστορίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο το κάλ­λος του σώματος και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος θείων τιμών. Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευον ως Απόλλωνα υπό το σχήμα γατοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του κάλλους.

Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ' αυτών κατ' ακριβή αναλογίαν της ομοιότητας προς τα αιλουροειδή, του σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ρόδινου χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητας του πατήματος, της χάριτος και της ευ­κινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο, κατά τον Διόδωρον, νηπιόθεν αί κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, δια της αναρτήσεως εις τον τράχηλον με­ταλλίου φέροντος την εικόνα της Αιγυπτίας Αφροδίτης, κατά δε τον Ηρόδοτον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυ­πτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους αυτούς τόπους το είδωλον του "Χρυσού Γάτου", ούδ’ έπαυσαν μετά την αποκάλυψιν του ενδός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριό­τητος και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλον. Αλλά την αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου λάου οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηβοί και Βανδήλοι, οι αναγράψαντες εις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα του γάτου, ως του μόνου πλάσματος, το όποιον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως και να υποδουλωθή.

Τοιούτος ων μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει δ γάτος να φιλοξενηθή παρ’ ημίν. Αλλ’ αν δεν δέ­χεται ως τα άλλα ζώα να δουλεύση, έπεται άρα εκ τού­του, ότι δεν δύναται ούδ’ ως φίλος ν’ αγαπήση; Ο τοιού­τος ισχυρισμός αδύνατον είναι να στηριχθή εις τα δι­δάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών, το υπό τοσούτων αναμασσηθέν ψιττακών, ου­δέν άλλο απ’ αρχής έως τέλους είναι παρά συρροή συκο­φαντιών. Δεν ενθυμούμαι τις κριτικός, θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί αυ­τού, ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθη­ναίοι τον Φίλιππον εν Χαιρώνεια, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον Βυφών, όστις περί ούδενός άλλου φροντίζων παρά πως να διαπρέψη ως ρήτωρ, δεν εδίστασε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου δια τον μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αντιθέσεως προς ανάδειξιν του εγκωμίου του σκύλου.

Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον ακριβέστερος, απε­δείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν (Bunyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω, ως απήτει η δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλον, ως τέλειον πρότυπον πάσης χριστιανικής αρετής και α­κριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητας, λήθης των ύβρεων και αγά­πης και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν’ αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του δεν είναι βε­βαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν’ αγαπηθή παρ' αυτού δεν αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλ­λά πρέπει καί να μη λησμονή ότι ρέει εις τάς φλέβας του αίμα βασιλικόν, προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλάβειας.

Φύσει ων αριστοκρατικός αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα, την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου αυτού ανεξαρτη­σίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατα μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχή­λου δια να τοποθετηθή έπ’ αυτών ως δέμα· προσκαλούμε­νος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ' ευθείαν, αλλά με­τά τίνα αναβολήν καί δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν’ αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλου και παντός αλλού ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας, αναπαυόμενος παρά την εστίαν ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του παραθύρου, αλλά θεω­ρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν αμέσως η θύ­ρα, άμα επιθυμήση να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν επροτίμησε να κόψη δια ψαλίδος την άκραν του ενδύμα­τος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ’ αυτού αποκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.

Εις τους ούτως αγαπώντος αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην, ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιο­θέτησαν γάτους γεροντοκόραι και μετ’ αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είναι ότι οι πλείστοι τούτων και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί καί καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλου τον γάτον. Παραλείποντες τους αρχαίους αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον καρδινάλιον Ριχελιώ, τον Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλλον, τον Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Έδγάρδον Πόου, τον θεόφιλον Γωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οίτινες πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς καί αντηγαπήθησαν παρ' αυτών ολοψύχως. Ούδ’ είναι ανάγκη ν’ ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα, του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου, όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ούδ’ επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνα­τον πάλην, και έπειτα επήγε ν’ άποθάνη κ’ εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ. Τρικούπην.

Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών επεχείρησαν τίνες να υποτιμήσωσιν, ονομάζοντες αυτήν διαστροφήν, ως την ορεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταίρων. Το βέβαιον είναι ότι αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντρο­φιά μετ’ αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύ­λοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είναι ως να μη υπήρχον. Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν’ ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγύπτια Σφίγξ την κε­φαλήν επί των εμπρόσθιων ποδών και προσηλών το βλέμ­μα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλά­μου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ’ επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον δια των λεξικών και των μελανοδοχείων. Γνωστόν είναι ότι ο σκύλος του Νεύτωνος Άδάμας ανατρέψας τον λύχνον επί σωρού χειρογράφων έγινε παραίτιος ν’ απολεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ’ εκ της περιφοράς του γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε μελάνης, ούτε πετρελαίου. Το βά­δισμα του ενθυμίζει τον επί αυγών χορόν των Ισπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι’ αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις, ούτε τα κρίνα.

Άλλοτε πάλιν, αφού δια μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα κατόπτρου εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ' αριστοκρατικήν τίνα επιφύλαξιν και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είναι πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους γράφον­τας υπόμνησιν, ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην δια την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να προσθέσω εις τ’ ανωτέρω και το έξης ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ ανικανότητος να συρράψη άλλην περίοδον μετά της προηγουμένης, έρχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς, ως αν ήθελε να με ειδοποίηση, οτι προτιμότερον είναι να υπάγω να κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.

Απορίας άξιον είναι πώς ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να παρατήρηση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων παρατηρούμενη προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είναι ανωτέρα του γάτου, όσον τουλά­χιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη πρέπει ίσως ν’ αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο, έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευ­παθή, ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον είναι ν’ αναδεικνύωνται εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Δια τον αυτόν λόγον δια τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να ήναι και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυ­ναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα διηγούνται ο Καραμζίνος καί ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευ­θέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών της Πολωνίας, βέ­βαιον όμως είναι ότι ή γάτα καταχράται κάπως την υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα υποτάσσεται πλην της ορέξεως αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ’ αρέσκεται να σύρη όπισθεν της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Καίτοι όμως ούσα το ηδυπαθέστατον των ζώων είναι συγ­χρόνως και το μόνον το προικισθέν υπό του δημιουργού δια του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς. Ουδείς είδε ποτέ γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διαβατού, ως πράττουσιν αι σκύλαι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ' άλλα αδιάντροπα κτήνη, αλλά ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απάτητων κορυφών. Δια τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην, αλ­λά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην επί των ακρωρειών του Λάκμωνος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι εις τινας εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η υπέρτατη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι σφαζομένης(*).

Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ’ αυτή αναπτύ­ξεως του νευρικού συστήματος είναι η κλίσις προς την μουσικήν. Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημο­νικώς ο Γρέυ, ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η συγκίνησις, την οποίαν προξενούσιν εις τινάς γαλάς αι λιγυραί μελωδίαι, φθάνει ενίο­τε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν φαί­νεται υπό πάσαν εποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αύτη αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ρόδινους πό­δας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων. [...]

(*) Των κραυγών τούτων υπάρχει και άλλη τις πεζοτέρα ανατο­μική εξήγησις, την οποίαν δύναται ο βουλωμένος να εύρη εις τα ει­δικά συγγράμματα.

Προσεχώς: Η οδυνηρά και δρακρύβρεκτος ερωτική ιστορία παρήλικος πωγωνοφόρου απολακτισθέντος και κλαυθμηρίζοντος κυνιδίου.