Ντοστογιέφσκι
Η Παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή
Στη Σεβίλλη του 16ου αιώνα, στην τρομερή εποχή της Ιεράς Εξέτασης όταν ανάπτονταν πυρές προς Δόξαν Θεού, ο Χριστός εμφανίζεται και πάλι στους ανθρώπους, κατερχόμενος εξ Ουρανών και λαμβάνοντας την ίδια εκείνη ανθρώπινη μορφή που είχε όταν βάδισε και πρώτα επί Γης, πριν από δεκαπέντε αιώνες. Έρχεται όχι για να εκπληρώσει την υπόσχεσή της Δευτέρας Παρουσίας και της Παγκοσμίου Κρίσεως, αλλά απλά για να επισκεφθεί για λίγο τα Τέκνα Του, τη στιγμή που φουντώνουν οι πυρές των αιρετικών.
Στην Σεβίλλη αχνίζουν ακόμα τα αποκαίδια από την μεγαλοπρεπή πυρά, στην οποία την προηγούμενη μέρα, ενώπιον του βασιλιά, των ιπποτών, του ιερατείου και του πολυάριθμου πλήθους αποτεφρώθησαν ad majorem gloriam Dei κάπου εκατό αιρετικοί, πρωτοστατούντος του καρδινάλιου, του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.
Ο Χριστός εμφανίζεται αθόρυβα και σεμνά, μα όλοι Τον αναγνωρίζουν. Ο λαός συρρέει, Τον περιτριγυρίζει, Τον ακολουθεί. Αυτός περιφέρεται με ένα σιωπηλό μειδίαμα απέραντης συμπόνιας, ακτινοβολώντας Φως, Αγάπη, Σοφία, Δύναμη, εγείροντας τις εν ληθάργω καρδιές των ανθρώπων. Ευλογεί, θεραπεύει τους αρρώστους και θαυματουργεί, ο λαός κλαίει από ευτυχία και δοξολογεί. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, σταματάει μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Γίνεται και αυτός μάρτυρας της ανάστασης ενός μικρού κοριτσιού. Διατάζει τους φρουρούς του να Τον συλλάβουν –η δύναμή του είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη και ο λαός υποταγμένος και φοβισμένος, που κανείς δεν εναντιώνεται.
Ο Χριστός φυλακίζεται. Ο γέρος ιεροεξεταστής τον επισκέπτεται μόνος του και το περιεργάζεται σιωπηλός:
-Εσύ είσαι; Εσύ; Μην απαντάς, σώπαινε. Γνωρίζω πολύ καλά τι θα είχες να πεις. Μα ούτε έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε κείνα που 'χεις ήδη πει. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Γιατί, για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και Συ. Έχεις άραγε το δικαίωμα να μας γνωστοποιήσεις έστω κι ένα απ' τα μυστικά του κόσμου απ' τον οποίο ήρθες; Όχι, δεν έχεις, για να μην προσθέσεις σε κείνα που έχουν πια ειπωθεί και για να μην αφαιρέσεις απ' τους ανθρώπους την ελευθερία, που τόσο την υπερασπίστηκες όταν ήσουν στη γη. Ότι καινούργιο πεις τώρα, θα 'ναι πλήγμα για την ελευθερία της πίστης των ανθρώπων, γιατί θα φανεί ως θαύμα, ενώ η ελευθερία της πίστης τους Σου ήταν ό,τι πολυτιμότερο και τότε ακόμα, εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια. Μήπως δεν είχες πει συχνά και Συ ο ίδιο τότε: "θέλω να σας κάνω ελεύθερους"; Μα να που τώρα είδες αυτούς τους "ελεύθερους ανθρώπους". Ναι, αυτή η δουλειά μας κόστισε πολύ, μα την αποτελειώσαμε επιτέλους εν ονόματι Σου. Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ' αυτή την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ' αυτή για τα καλά. Μάθε, όμως πως τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βέβαιοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, για την ελευθερία τους κι όμως αυτοί οι ίδιοι μας φέρανε την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Κι αυτό το πετύχαμε εμείς. Μα Εσύ αυτό ήθελες τάχα; Μια τέτοια ελευθερία θέλησες;
Ο γέρος επαίρεται πως αυτός και οι όμοιοι του κατανίκησαν την ελευθερία και πως αυτό το έκαναν για την ευτυχία των ανθρώπων. Γιατί μονάχα έτσι -εννοώντας την Ιερή Εξέταση- στάθηκε δυνατό να σκεφτεί κανείς για πρώτη φορά την ευτυχία των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε επαναστάτης. Μα μπορούν τάχα οι επαναστάτες να 'ναι ευτυχισμένοι;
Σε προειδοποιούσαν και σε συνεβούλευαν, μα Εσύ δεν άκουσες τις προειδοποιήσεις, απαρνήθηκες το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους, μα ευτυχώς φεύγοντας παράδωσες σε μας τη δουλειά. Μας υποσχέθηκες, μας έδωσες το λόγο Σου, μας έδωσες το δικαίωμα του λύειν και δεσμείν και φυσικά δεν μπορείς ούτε να το σκεφτείς να μας το πάρεις πίσω. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;
Το μεγάλο φοβερό και σοφό πνεύμα, το πνεύμα της αυτοκαταστροφής και της ανυπαρξίας μίλησε μαζί Σου στην έρημο και τα βιβλία μας λένε πως τάχα "Σ' έβαλε σε πειρασμό". Είναι σωστό αυτό; Και μήπως θα μπορούσε τάχα να ειπωθεί τίποτα σωστότερο από εκείνα που Σου ανήγγειλε το πνεύμα με τα τρία του ερωτήματα, που Εσύ απέκρουσες και που τα βιβλία απεκάλεσαν "πειρασμούς"; Κι όμως αν έγινε ποτέ στη γη ένα πραγματικά εκθαμβωτικό θαύμα, τούτο το θαύμα έγινε ακριβώς εκείνη την ημέρα των τριών πειρασμών. Το θαύμα έγινε μόνο και μόνο γιατί τέθηκαν εκείνα τα τρία ερωτήματα.
Και μόνο απ' αυτά τα ερωτήματα και απ' το θαύμα του πως τεθήκανε, μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ' ένα πρόσκαιρο ανθρώπινο μυαλό μα με νου αιώνιο κι απόλυτο. Γιατί σ' αυτά τα τρία ερωτήματα –τα οποία άραγε αν επιστρατεύονταν όλοι οι σοφοί της γης θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν;- συνοψίζεται κατά έναν τρόπο και προφητεύεται όλη η μελλούμενη ιστορία της ανθρωπότητας και δίνονται οι τρεις μορφές όπου θα συναντηθούν όλες οι άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης σ' όλη τη γη. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμα τόσο φανερό, γιατί το μέλλον ήταν άγνωστο, μα τώρα, όταν πια έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα έχουν τόσο καλά μαντευτεί και προφητευτεί σε κείνα τα τρία ερωτήματα και τόσο πολύ δικαιώθηκαν που δεν μπορείς ούτε να προσθέσεις ούτε να αφαιρέσεις τίποτα.
Δες τώρα και μόνος Σου ποιος είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που Σε ρωτούσε τότε; θυμήσου το πρώτο ερώτημα: "θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ' αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητα τους και με την έμφυτη τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο από την ελευθερία! Βλέπεις τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυρακτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου ως ευγνώμον και πειθήνιο κοπάδι, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν' αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να της δίνεις τα ψωμιά Σου". Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ' τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θα 'ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος ούκ έπ' άρτω μόνον ζήσεται, μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: "Ποιος μοιάζει μ' αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού!" Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες και αιώνες και η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; "Χόρτασε τους και τότε μπορείς μονάχα να τους ζητάς αρετή!" Να τι θα γράψουν στη σημαία που θα σηκώσουν εναντίον Σου και που μ' αυτήν θα γκρεμίσουν το ναό Σου. Στη θέση του θα υψωθεί ένα νέο οικοδόμημα, ένας νέος φοβερός πύργος της Βαβέλ και, παρότι κι αυτός δε θα τελειώσει, όμως παρ' όλα αυτά θα μπορούσες να τον αποφύγεις αυτόν τον νέο πύργο και να συντομέψεις κατά χίλια χρόνια τα βάσανα των ανθρώπων γιατί σε μας θα 'ρθουν πάλι, αφού καταβασανιστούν με τον πύργο τους! θα 'ρθουν να μας βρουν κάτω απ' τη γη, στις κατακόμβες (γιατί τότε θα μας διώκουν και θα μας βασανίζουν πάλι) θα μας βοούν και θα μας εκλιπαρήσουν: "Δώστε μας να φάμε, γιατί εκείνοι που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας τη δώσανε". Και τότε πια εμείς θ' αποτελειώσουμε το χτίσιμο του πύργου τους, γιατί θα τον αποτελειώσει μονάχα εκείνος που θα τους χορτάσει. Και θα τους χορτάσουμε μονάχα εμείς εν ονόματί Σου και ψευδόμενοι πως είναι εν ονόματί Σου. Ποτέ τους δε θα χορτάσουν χωρίς εμάς. Καμιά επιστήμη δε θα τους δώσει ψωμί όσο θα μένουν ελεύθεροι, μα στο τέλος θα 'ρθουν να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μας και θα μας πουν: "Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας", θα καταλάβουν επιτέλους μονάχοι τους πως η ελευθερία και το γήινο ψωμί ούτε κατά διάνοια δεν είναι δυνατό να επαρκέσουν για όλους, γιατί ποτέ, ποτέ τους δε θα το καταφέρουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! θα πειστούν ακόμα πως ποτέ δε θα γίνουν ελεύθεροι γιατί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοί κι επαναστάτες. Συ τους υποσχέθηκες τον άρτον τον επουράνιον, μα Σου ξαναλέω:
Μπορεί τάχα να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια αυτής της ανθρώπινης ράτσας, της ανίσχυρης, της πάντα χυδαίας και διεφθαρμένης; Κι αν εν ονόματι του επουράνιου άρτου θα Σε ακολουθήσουν οι χιλιάδες και μυριάδες τι θ' απογίνουν τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που είναι ανίκανα να προτιμήσουν τον επουράνιο άρτο απ' τον επίγειο; Ή, μήπως τάχα αγαπάς μονάχα τις δεκάδες χιλιάδες τους μεγάλους και ισχυρούς ενώ τα εκατομμύρια οι αδύναμοι, οι πολυάριθμοι σαν την άμμο της θάλασσας, που Σ' αγαπούν ωστόσο, θα πρέπει να χρησιμέψουν μονάχα σαν υλικό για τους μεγάλους και τους ισχυρούς; Όχι, εμείς αγαπάμε και τους αδύναμους. Είναι διεφθαρμένοι κι επαναστάτες μα τελικά αυτοί είναι που θα γίνουν υπάκουοι, θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεούς τους, γιατί μπήκαμε επί κεφαλής τους και δεχτήκαμε το βάρος της ελευθερίας που εκείνοι τη φοβήθηκαν και να κυριαρχούμε πάνω τους, τόσο ανυπόφορο θα τους είναι στο τέλος να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε πως υπακούμε σε Σένα και πως εξουσιάζουμε εν ονόματί Σου θα τους εξαπατήσουμε και πάλι γιατί δε θα Σ' αφήσουμε πια να πλησιάσεις κοντά μας. Σ' αυτήν ακριβώς την απάτη θα συνίσταται η οδύνη μας, γιατί θα 'μαστε αναγκασμένοι να ψευδόμαστε. Να τι σημαίνει εκείνο το πρώτο ερώτημα της ερήμου και να τι απέκρουσες εν ονόματι της ελευθερίας που την έβαλες υπεράνω όλων. Κι όμως, σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται το μεγάλο μυστικό του κόσμου τούτου. Αν αποδεχόσουν τους "άρτους", θ' απαντούσες στη συμπαντική και προαιώνια ανθρώπινη λαχτάρα τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου, δηλαδή: "ποιον θα προσκυνήσω;" Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρεί όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν. Γιατί εκείνο που βασανίζει αυτά τ' αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που εγώ ή ένας άλλος να μπορεί να το προσκυνήσει, μα να βρουν κάτι που να το πιστεύουν και να το προσκυνάνε κι απαραίτητα αυτό να το κάνουν όλοι μαζί. Αυτή ακριβώς η ανάγκη της γενικής λατρείας είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά και όλης της ανθρωπότητας απ' την αρχή του κόσμου. Γι' αυτή τη γενική λατρεία εξολοθρεύουν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιουργούσαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: "Παρατήστε τους θεούς σας κι ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος κι εσάς και τους θεούς σας!" Κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμα κι όταν εξαφανιστούν από τον κόσμο οι θεοί: και τότε ακόμα θα γονατίσουν μπροστά σε είδωλα. Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί, τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των γίνεται μονάχα εκείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδηση τους. Με το ψωμί Σου δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: θα’ δίνες ψωμί κι ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ' το ψωμί, μα αν εκείνη την ίδια στιγμή καταχτούσε κανένας τη συνείδηση του, εκτός από Σένα, ω, τότε θα 'φτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα το ψωμί Σου και θ' ακολουθούσε εκείνον που γοήτευσε τη συνείδηση του. Σ' αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στερεή γνώση του σκοπού για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θ' αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά. Αυτό είναι σωστό, μα τι βγήκε απ' αυτό; Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Η, μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο από την ελευθερία της συνείδησης του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. Και να που αντί να βάλεις σταθερές βάσεις για τον ησυχασμό της ανθρώπινης συνείδησης μια για πάντα, τους πρόσφερες ό,τι πιο ασυνήθιστο, ενδεχόμενο και αόριστο, όλα εκείνα που ήταν ανώτερα από τις δυνάμεις των ανθρώπων, φέρθηκες λοιπόν σαν να μην τους αγαπούσες καθόλου. Και ποιος το 'κανε αυτό; Εκείνος που ήρθε να θυσιάσει τη ζωή Του για χάρη τους! Αντί να κυριέψεις την ανθρώπινη ελευθερία, Εσύ την πολλαπλασίασες και βάρυνες την ψυχή τους για τον αιώνα τον άπαντα με τα βάσανα τούτης της ελευθερίας, θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά να αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ' απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω από το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής; θα φωνάξουν στο τέλος πως η αλήθεια δε βρίσκεται σε Σένα, γιατί θα 'ταν αδύνατο να τους αφήσει κανείς σε μεγαλύτερη σύγχυση και αγωνία απ' όσο τους άφησες Εσύ, αφήνοντας τους τόσες φροντίδες και τόσα άλυτα προβλήματα. Ώστε λοιπόν, Εσύ ο ίδιος έβαλες τις βάσεις για την καταστροφή της βασιλείας Σου και μην κατηγορείς γι' αυτό κανέναν άλλον.
Κι όμως τι Σου είχε προσφερθεί! Υπάρχουν τρεις δυνάμεις στον κόσμο που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδυνάμων στασιαστών, κι αυτό για τη δική τους την ευτυχία. Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Εσύ απόρριψες και το 'να και τ' άλλο και το τρίτο κι έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ' έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: "Εί υιός ει του θεού, βάλε σεαύτόν εντεύθεν κάτω• γέγραπται γαρ ότι τοις άγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, καί ότι επί χειρών άρουσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. Καί αποκριθείς είπεν αυτώ ό Ιησούς ότι είρηται, ουκ έκπειράσεις Κύριον τον θεόν σου". Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόρριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σαν θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Κατάλαβες τότε πως κι ένα βήμα να 'κανες, και μια κίνηση να 'κανες για να πέσεις κάτω, θα 'ταν σαν να 'βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θα 'χανες όλη Σου την πίστη σ' Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ' αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιον πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν' απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωής, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, το 'ξερες πως ο άθλος Σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης και έλπιζες πως ο άνθρωπος, ακολουθώντας το παράδειγμα Σου, θα μπορέσει να πιστεύει στο θεό χωρίς να 'χει ανάγκη από θαύματα. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ' αρνηθεί παρευθύς και το θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το θεό όσο τα θαύματα. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. Δεν κατέβηκες απ' το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: "Κατέβα απ' το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Εσύ". Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ' αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Να, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξε τους: ποιον πήγες ν' ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ' ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι κι Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σαν να 'παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ' τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα 'δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα 'ταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. Τι σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνεια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλο τους. Μα θα 'ρθει κι ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλα αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά, θ' ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν με αίμα τη γη. Μα στο τέλος θ' αντιληφθούν τ' ανόητα παιδιά πως αν και είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. Μουσκεμένοι στ' ανόητα δάκρια τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωση τους και η λέξη αυτή θα 'ναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ίδια τον εαυτό της γι' αυτήν. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, να ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων υστέρα από τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους! Ο μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο όραμα του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα 'τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να περηφανεύεσαι γι' αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης και υπέροχης θυσίας εν ονόματί Σου. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες και ήταν και θεοί. Όμως οι άλλοι; Και τι φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν εκείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους και η αγάπη, μα το μυστήριο, στο οποίο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κι ενάντια στη συνείδηση τους. Αυτό και κάναμε. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Και οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ' τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε βάσανα. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι;
Λέγε. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδεια μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάχτησε- δε θέλω την αγάπη Σου γιατί και γω δεν Σ' αγαπώ. Γιατί να σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου πω, Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου. 'Ακου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, να το μυστικό μας. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ' αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντας Σου όλα τα γήινα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ' όλα αυτά. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, και η γη θα 'χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ό,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδηση του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν' αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητα της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ' τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Ταμερλάνος και οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σαν λαίλαπα απ' τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμέλιωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα 'δινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί τη συνείδηση τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους;
Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντας το Σ' απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. Ω, θα περάσουν ακόμα πολλοί αιώνες εκτρόπων του ελευθέρου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Μα τότε ακριβώς θα 'ρθει σερνόμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. Κι εμείς θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ' αυτό θα 'ναι γραμμένο:
"Μυστήριο!" Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. Είσαι περήφανος για τους. εκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ' όλους. Εξάλλου να 'ναι κι έτσι; Πόσοι απ' αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντας Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ' άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει; Ενώ σε μας όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. Θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Τι λες λοιπόν; θα 'χουμε δίκιο ή όχι; θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο, γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη και η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ' αυτούς, οι πιο ατίθασοι και οι πιο άγριοι, θα αυτοκαταστραφούν οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: "Ναι, είχατε δίκιο, σεις μονάχα κατέχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Σώστε μας απ' τον εαυτό μας". Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε από αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θα 'ναι στ' αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ' τα χέρια μας! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά, θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! Κι όσο δε θα το καταλαβαίνουν αυτό οι άνθρωποι θα 'ναι δυστυχισμένοι.
Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κι έτσι πλάστηκαν. Θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες να 'ναι περήφανοι, θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ' όλες. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από την κλώσσα. θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν' αμαρτάνουν. Θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θα 'ναι συγχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδεια μας. Τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε. Όσο για την τιμωρία γι' αυτά τ' αμαρτήματα —ας γίνει κι αυτό—, θα την πάρουμε πάνω μας, κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο θεό. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά (όλα αυτά ανάλογα με την υπακοή τους) και εκείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησης τους• όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν κι εμείς θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ' τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. Κι όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θα 'μαστε δυστυχισμένοι, θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κι εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θα 'χουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα, θα σβήσουν εν ονόματί Σου και πέρα απ' τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θα 'ναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Λένε και προφητεύουν πως θα 'ρθεις και θα ξανανικήσεις, θα 'ρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους κι εμείς σώσαμε τους πάντες. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το "μιαρό" κορμί της. Μα τότε εγώ θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνώρισαν την χαρτιά. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: "Δίκασε μας, αν μπορείς κι αν τολμάς".
Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ' αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ' τους εκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ' τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να "συμπληρώσω τον αριθμό". Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. ' Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν και η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συνδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Γιατί αν υπάρχει κανένας που να αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi. (είπα)
Η Παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή -από το μνημειώδες έργο Αδερφοί Καραμαζώφ-, αποτελεί το αποκορύφωμα -και επιτομή- του έργου του απαράμιλλου στοχαστή. Προσπάθησα -ανώφελα- να μειώσω το μέγεθος του κειμένου, τέτοια κείμενα είναι αδύνατο να περικοπούν ή να συμπιεστούν... Η μετάφραση είναι του άριστου Άρη Αλεξάνδρου.