Wednesday, October 29, 2008

Εμμανουήλ Ροΐδης: Ιστορία μίας γάτας

Γαλής εγκώμιον

Aν εξαιρέσωμεν τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, δεν πιστεύω να υπάρχωσιν άλλα επί γης πλάσματα όσον οι γάτοι συκοφαντηθέντα. Ως κατά πρόληψιν και κατά παράδοσιν κηρύττονται δεισιδαίμονες, οπτασιασταί, μυθολόγοι και ονειροπλέκται ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Πλωτίνος, ούτω κακίζεται και πας γάτος ως δόλιος, άπιστος, αχάριστος και ανίκανος άλλο τι παρά τον εαυτόν του ν’ αγαπήση. Και ως εις τα λεγόμενα ονείρατα των νεοπλατωνικών αντιτάσσεται η ασφαλής επιστήμη του Αριστοτέλους, ούτω και εις του γάτου την κακίαν αι παντοίαι του σκύλου αρεταί. Εις προγενέστερον έργον μου επροσπάθησα ν’ αποδείξω το ιστορικώς ασύστατον της τοιαύτης περί των Αλεξανδρι­νών γνώμης και, προ πάντων, πόσον είναι άδικος η προς άλληλα σύγκρισις δύο πραγμάτων όλως ανόμοιων, οία η εμπειρία του Σταγειρίτου προς το υπερούσιον πτερύγισμα της νεοπλατωνικής διανοίας. Τούτο είναι περίπου το αυ­τό ως αν υπετιμάτο εν συγκρίσει προς την πέρδικα ως μη φαγώσιμος η αηδών. Καθ' όμοιον τρόπον κατηγορείται και ο γάτος, ότι δεν γλείφει τας χείρας του κυρίου του όταν αυτός τον δέρει, ότι δεν τρέχει άμα τον καλέση, ουδέ στέργει να φανή χρήσιμος κυνηγών δια λογαριασμόν του, φυλάσσων τα πρόβατα του, στρέφων επί της πυ­ράς τον οβελόν καί προπορευόμενος με φανάριον εις το στόμα, ή καν να τον διασκέδαση υπερπηδών ράβδους ή ορθούμενος εκ των οπισθίων ποδών. Ταύτα είναι ακρι­βέστατα. Ουδείς ποτέ ούτε δι’ αμοιβής ούτε δια ραβδισμών κατώρθωσε να επιβάλη εις γάτον να πράξη όσα πράττουσιν οι σκύλοι, οι δούλοι και οι γελωτοποιοί. Αλλ’ οι τοιαύτα παρ' αυτού απαιτούντες λησμονούσιν, ως φαί­νεται, ότι εκ των συνοίκων μας ζώων μόνον ούτος ανήκει εις το βασιλικόν γένος των αιλουροειδών (felins)· ότι είναι πρωτεξάδελφος της τίγρεως, του πάνθηρος και του λέοντος, και άμεσος απόγονος του αιλούρου και του λυγκέως· ότι έχει, ως εκείνοι, οφθαλμούς λάμποντας εις το σκότος και γνώρισμα της ευγενείας του οξείς όνυχας συσταλτούς. Ουδέ φαίνονται κάλλιον της φυσιολογίας μελετήσαντες την ιστορίαν. Εκ ταύτης θα εμάνθανον ότι κατά τους αρχαίους εκείνους χρόνους, ότε εθεοποιείτο το κάλ­λος του σώματος και το σθένος της ψυχής, πλειστάκις ηξιώθη ο γάτος θείων τιμών. Οι Αιγύπτιοι τον ελάτρευον ως Απόλλωνα υπό το σχήμα γατοκεφάλου νεανίσκου και την γάταν ως θεάν του έρωτος και του κάλλους.

Η ευμορφία τω όντι των γυναικών εξετιμάτο παρ' αυτών κατ' ακριβή αναλογίαν της ομοιότητας προς τα αιλουροειδή, του σπινθηρισμού των οφθαλμών, της λειότητος του δέρματος, του ρόδινου χρώματος των ρωθώνων, της ελαφρότητας του πατήματος, της χάριτος και της ευ­κινησίας. Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο, κατά τον Διόδωρον, νηπιόθεν αί κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, δια της αναρτήσεως εις τον τράχηλον με­ταλλίου φέροντος την εικόνα της Αιγυπτίας Αφροδίτης, κατά δε τον Ηρόδοτον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυ­πτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην. Μετά τους Αιγυπτίους ελάτρευσαν οι Άραβες εις τους αυτούς τόπους το είδωλον του "Χρυσού Γάτου", ούδ’ έπαυσαν μετά την αποκάλυψιν του ενδός Θεού να τον κηρύττωσι το κάλλιστον μετά τον άνθρωπον δημιούργημα, αντιτάσσοντες αυτόν ως σύμβολον καθαριό­τητος και ευγενείας εις τα λοιπά ζώα και μάλιστα τον σκύλον. Αλλά την αληθή αυτού υπεροχήν φαίνονται κατανοήσαντες κάλλιον παντός άλλου λάου οι κατακτηταί του αρχαίου κόσμου Σουηβοί και Βανδήλοι, οι αναγράψαντες εις τας πολεμικάς αυτών σημαίας το ομοίωμα του γάτου, ως του μόνου πλάσματος, το όποιον δύναται μεν να ημερωθή, όχι όμως και να υποδουλωθή.

Τοιούτος ων μόνον ως ισότιμος του οικοδεσπότου στέργει δ γάτος να φιλοξενηθή παρ’ ημίν. Αλλ’ αν δεν δέ­χεται ως τα άλλα ζώα να δουλεύση, έπεται άρα εκ τού­του, ότι δεν δύναται ούδ’ ως φίλος ν’ αγαπήση; Ο τοιού­τος ισχυρισμός αδύνατον είναι να στηριχθή εις τα δι­δάγματα της πείρας. Το περί γάτου πολύκροτον άρθρον του Βυφών, το υπό τοσούτων αναμασσηθέν ψιττακών, ου­δέν άλλο απ’ αρχής έως τέλους είναι παρά συρροή συκο­φαντιών. Δεν ενθυμούμαι τις κριτικός, θέλων να ονειδίση τον Πλούταρχον ως ανακριβή, έφθασε να είπη περί αυ­τού, ότι θα ήτο ικανός να διηγηθή ότι ενίκησαν οι Αθη­ναίοι τον Φίλιππον εν Χαιρώνεια, αν τούτο ηδύνατο να καταστήση την περίοδον αυτού στρογγυλωτέραν. Τοιαύτη μομφή θα ήρμοζε πολύ μάλλον εις τον Βυφών, όστις περί ούδενός άλλου φροντίζων παρά πως να διαπρέψη ως ρήτωρ, δεν εδίστασε να συγγράψη λίβελλον κατά του γάτου δια τον μόνον λόγον ότι είχεν ανάγκην αντιθέσεως προς ανάδειξιν του εγκωμίου του σκύλου.

Εξ ίσου άδικος, αλλά τουλάχιστον ακριβέστερος, απε­δείχθη ο ευσεβέστατος Άγγλος ποιητής Βούνυαν (Bunyan). Ούτος εξετάζων το ζήτημα ουχί εν συνόλω, ως απήτει η δικαιοσύνη, αλλά θεολογικώς υπό μόνην την έποψιν της ηθικής του Ευαγγελίου, ανυμνεί τον σκύλον, ως τέλειον πρότυπον πάσης χριστιανικής αρετής και α­κριβή τηρητήν των παραγγελμάτων της επί του Όρους ομιλίας περί ταπεινότητας, λήθης των ύβρεων και αγά­πης και προς τους κακοποιούντας ημάς. Κατά τούτο έχει πληρέστατον δίκαιον ο Βούνυαν, όχι όμως, πιστεύομεν, και όλως άδικον ο γάτος μόνον τους αγαπώντας αυτόν ν’ αγαπά. Η κατάκτησις της καρδίας του δεν είναι βε­βαίως ευχερές έργον. Ο θέλων ν’ αγαπηθή παρ' αυτού δεν αρκεί να τον καλοθρέψη και να τον περιποιήται, αλ­λά πρέπει καί να μη λησμονή ότι ρέει εις τάς φλέβας του αίμα βασιλικόν, προσφερόμενος προς αυτόν μετά της δεούσης ευλάβειας.

Φύσει ων αριστοκρατικός αποστρέφεται ο γάτος την υπερβολικήν οικειότητα, την αδιακρισίαν και ιδίως πάσαν αξίωσιν περιορισμού της απολύτου αυτού ανεξαρτη­σίας. Υπεραγαπά μεν τας θωπείας, αλλά μόνον όταν έχη όρεξιν αυτών. Αρέσκεται να πηδά εις τα γόνατα μας, όχι όμως και να συλλαμβάνεται αγροίκως εκ του τραχή­λου δια να τοποθετηθή έπ’ αυτών ως δέμα· προσκαλούμε­νος ουδέποτε έρχεται αμέσως ή κατ' ευθείαν, αλλά με­τά τίνα αναβολήν καί δι' ελιγμού, ωσεί θέλων ν’ αποδείξη ότι προσήλθεν ως φίλος αυθορμήτως και ουχί ως δούλος υπακούσας εις προσταγήν. Πολύ μάλλον και του σκύλου και παντός αλλού ζώου ευχαριστείται να μένη μακράς ώρας εις τον κοιτώνα μας, αναπαυόμενος παρά την εστίαν ή επισκοπών τους διαβάτας εκ του παραθύρου, αλλά θεω­ρεί προδοσίαν το να μη ανοιχθή εις αυτόν αμέσως η θύ­ρα, άμα επιθυμήση να εξέλθη. Υπέρ παν όμως άλλο βδελύσσεται τους διακόπτοντας την σειράν των συλλογισμών του όταν ονειροπολή ή τον ύπνον του όταν κοιμάται. Τούτο κάλλιστα εγνώριζεν ο προφήτης Μωάμεθ, όστις σπεύδων ημέραν τινά να μεταβή εις την εσπερινήν προσευχήν επροτίμησε να κόψη δια ψαλίδος την άκραν του ενδύμα­τος του, παρά να ταράξη την ανάπαυσιν του επ’ αυτού αποκοιμηθέντος ευνοουμένου του γάτου.

Εις τους ούτως αγαπώντος αυτόν ίσην ανταποδίδει και ούτος αγάπην, ως δύνανται να μαρτυρήσωσιν όσαι υιο­θέτησαν γάτους γεροντοκόραι και μετ’ αυτών η εκλεκτή φάλαγξ των πάσης εποχής και χώρας επισήμων ανδρών. Αξιοσημείωτον τω όντι είναι ότι οι πλείστοι τούτων και ιδίως οι έξοχοι διπλωμάται, συγγραφείς, ποιηταί καί καλλιτέχναι επροτίμησαν του σκύλου τον γάτον. Παραλείποντες τους αρχαίους αρκούμεθα να μνημονεύσωμεν τον καρδινάλιον Ριχελιώ, τον Κολβέρτον, τον Μονταίγνιον, τον Χόφμαν, τον Φοντενέλλον, τον Γεράρδον Δόου, τον Λόπε δε Βέγας, τον Σατωβριάν, τον Έδγάρδον Πόου, τον θεόφιλον Γωτιέ, τον Χάρτμαν και τον Βωδελαίρον, οίτινες πάντες ηγάπησαν τους γάτους των περιπαθώς καί αντηγαπήθησαν παρ' αυτών ολοψύχως. Ούδ’ είναι ανάγκη ν’ ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομεν το παράδειγμα, του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου, όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ούδ’ επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνα­τον πάλην, και έπειτα επήγε ν’ άποθάνη κ’ εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, ενώ οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ. Τρικούπην.

Την προς τους γάτους συμπάθειαν των συγγραφέων και καλλιτεχνών επεχείρησαν τίνες να υποτιμήσωσιν, ονομάζοντες αυτήν διαστροφήν, ως την ορεξιν όζοντος τυρού, αώρων οπωρών ή υπερωρίμων εταίρων. Το βέβαιον είναι ότι αν έλειπεν ο γάτος, θα ήτο καταδικασμένος ο αγρυπνών συγγραφεύς εις απόλυτον μοναξίαν, αφού ουδενός άλλου πλάσματος δύναται να συμβιβασθή η συντρο­φιά μετ’ αδιατάρακτου διανοητικής εργασίας. Οι σκύ­λοι ή απασχολούσι παίζοντες θορυβωδώς ή κοιμώνται ως ασπάλακες, και τότε είναι ως να μη υπήρχον. Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν’ ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγύπτια Σφίγξ την κε­φαλήν επί των εμπρόσθιων ποδών και προσηλών το βλέμ­μα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού. Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλά­μου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ’ επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν, εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον δια των λεξικών και των μελανοδοχείων. Γνωστόν είναι ότι ο σκύλος του Νεύτωνος Άδάμας ανατρέψας τον λύχνον επί σωρού χειρογράφων έγινε παραίτιος ν’ απολεσθή ο καρπός πολυετούς μελέτης. Αλλ’ εκ της περιφοράς του γάτου επί της τραπέζης ουδείς απειλείται κίνδυνος χύσεως, ούτε μελάνης, ούτε πετρελαίου. Το βά­δισμα του ενθυμίζει τον επί αυγών χορόν των Ισπανίδων ή τους Ομηρικούς εκείνους, τους τρέχοντας δι’ αγρών και λειμώνων χωρίς να θραύσωσιν ούτε τους στάχεις, ούτε τα κρίνα.

Άλλοτε πάλιν, αφού δια μακράς εργασίας μεταδώση στιλπνότητα κατόπτρου εις το ατλάζινον αυτής δέρμα, προσέρχεται η γαλή να προσφέρη εαυτήν ούτω καλλωπισθείσαν εις τας θωπείας του κυρίου της. Αι ενδείξεις της αγάπης της ουδέν έχουσι κοινόν προς την θορυβώδη προπέτειαν των κυνών, αλλ' αριστοκρατικήν τίνα επιφύλαξιν και σεμνότητα, υπεραρέσκουσαν εις τον καλλιτέχνην, όστις, αν είναι πράγματι τοιούτος, μισεί και αποστρέφεται υπέρ παν άλλο την επίδειξιν, τον στόμφον και την αισθηματικήν κοινοτοπίαν. Δύσκολον δε φαίνεται να μη θεωρήσωμεν την επίμονον προς στίλβωσιν του τριχώματος αυτού εργασίαν του γάτου, ως πολύτιμον εις τους γράφον­τας υπόμνησιν, ότι ίσον πρέπει και ούτοι να καταβάλλωσι κόπον προς τέλειον του ύφους των ομαλισμόν. Ζητών συγγνώμην δια την και υπέρ του ιδικού μου γάτου περιαυτολογίαν, τολμώ να προσθέσω εις τ’ ανωτέρω και το έξης ιδιαίτερον αυτού προσόν, ότι οσάκις βλέπει επί πολλήν ώραν την χείρα μου ακινητούσαν εξ ανικανότητος να συρράψη άλλην περίοδον μετά της προηγουμένης, έρχεται τότε και απλώνεται επί του χειρογράφου μου μακρύς πλατύς, ως αν ήθελε να με ειδοποίηση, οτι προτιμότερον είναι να υπάγω να κοιμηθώ παρά να επιμένω γράφων φράσεις υπνωτικάς.

Απορίας άξιον είναι πώς ουδείς φυσιοδίφης έτυχεν ακόμη να παρατήρηση την εις μόνον το γένος των οικιακών αιλούρων παρατηρούμενη προφανή του θήλεος υπεροχήν. Η γάτα είναι ανωτέρα του γάτου, όσον τουλά­χιστον η Πολωνίς του Πολωνού. Η υπεροχή αύτη πρέπει ίσως ν’ αποδοθή εις το ότι το ζώον και το έθνος τούτο, έχουσιν αμφότερα χαρακτήρα φύσει θηλυκόν, οξύν, ευ­παθή, ευερέθιστον, ιδιότροπον, φιλήδονον, ράθυμον και αισθηματικόν, τα δε γυναικεία ταύτα προσόντα επόμενον είναι ν’ αναδεικνύωνται εναργέστερα και λαμπρότερα εις τας θηλείας. Δια τον αυτόν λόγον δια τον οποίον υπερέχει ο εμβριθής Άγγλος την Αγγλίδα κατά την εμβρίθειαν, έπρεπε να ήναι και ο εύχαρις Σλάβος κατώτερος της γυ­ναικός του κατά την χάριν. Αγνοώ κατά πόσον αληθεύουσιν όσα διηγούνται ο Καραμζίνος καί ο κακόγλωσσος Καζανόβας περί του δεσποτικού χαρακτήρος και των ελευ­θέρων ηθών των μεγάλων δεσποινών της Πολωνίας, βέ­βαιον όμως είναι ότι ή γάτα καταχράται κάπως την υπεροχήν αυτής. Εις ουδένα υποτάσσεται πλην της ορέξεως αυτής ζυγόν· δεν θέλει δεσπότην, αλλ’ αρέσκεται να σύρη όπισθεν της ουράς της υπόδουλον σμήνος λατρευτών. Καίτοι όμως ούσα το ηδυπαθέστατον των ζώων είναι συγ­χρόνως και το μόνον το προικισθέν υπό του δημιουργού δια του ανθρωπίνου αισθήματος της αιδούς. Ουδείς είδε ποτέ γάταν παραδιδομένην εις ερωτικάς περιπτύξεις υπό το φέγγος του ηλίου και τα βλέμματα παντός διαβατού, ως πράττουσιν αι σκύλαι, αι όρνιθες, αι αίγες και τ' άλλα αδιάντροπα κτήνη, αλλά ζητεί το σκότος της νυκτός και την μοναξίαν απάτητων κορυφών. Δια τούτο πιθανώς εξωμοιώθη εν Αιγύπτω όχι μόνον προς την Αφροδίτην, αλ­λά και προς την αιδήμονα Άρτεμιν, την λαθραίως επισκεπτομένην επί των ακρωρειών του Λάκμωνος τον φίλον της ποιμένα. Όσοι ανέγνωσαν βιβλία νευρολόγων κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι εις τινας εξόχως ευπαθείς φύσεις μεταβάλλεται ενίοτε εις αίσθημα οδύνης η υπέρτατη έντασις της ηδονής. Τοιαύτην υπερευαισθησίαν πρέπει να υποθέσωμεν υπάρχουσαν και εις την γαλήν, της οποίας οι ερωτικοί στεναγμοί ηχούσι πολλάκις εις την ακοήν των αγρυπνούντων ως γόοι σφαζομένης(*).

Άλλη απόδειξις της εξαιρετικής παρ’ αυτή αναπτύ­ξεως του νευρικού συστήματος είναι η κλίσις προς την μουσικήν. Την μελομανίαν ταύτην εξηκρίβωσαν επιστημο­νικώς ο Γρέυ, ο Λεκλέρκ και άλλοι διάσημοι φυσιοδίφαι, κατά δε τον Τουσενέλ η συγκίνησις, την οποίαν προξενούσιν εις τινάς γαλάς αι λιγυραί μελωδίαι, φθάνει ενίο­τε μέχρι λιποθυμίας. Η ομοιότης εν γένει της γάτας προς φιλήδονον δέσποιναν ή και αριστοκρατικήν εταίραν φαί­νεται υπό πάσαν εποψιν τελεία. Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αύτη αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ρόδινους πό­δας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων. [...]

(*) Των κραυγών τούτων υπάρχει και άλλη τις πεζοτέρα ανατο­μική εξήγησις, την οποίαν δύναται ο βουλωμένος να εύρη εις τα ει­δικά συγγράμματα.

Προσεχώς: Η οδυνηρά και δρακρύβρεκτος ερωτική ιστορία παρήλικος πωγωνοφόρου απολακτισθέντος και κλαυθμηρίζοντος κυνιδίου.

Wednesday, January 02, 2008

Σύγχρονος Οικογενειακός Σύμβουλος

Ένας πατέρας μιλάει στο παιδί του

Αγαπημένο μου παιδί,

Η παραμονή σου περισσότερη ώρα μπροστά στον καθρέφτη και το ενδιαφέρον σου γύρω από την χωρίστρα των μαλλιών σου, μ' έκαμαν να θυμηθώ ότι πατείς τα δέκα-τέσσερα χρόνια της ζωής και ότι είναι καιρός πλέον να μιλήσω μαζί σου για κάτι πράγματα, πού είναι πολύ σπουδαία και πολύ σοβαρά. Θα σου παρουσιάσω τα πράγματα αυτά κάτω από το πρίσμα της ωμής πραγματικότητος με μόνο αντικειμενικό σκοπό να σε διαφωτίσω ώστε να μην πέσης οικτρό θύμα της αγνοίας που οδηγεί στην καταστροφή και στην ερείπωση των ονείρων, πού αρχίζει να φτιάχνη η νεανική ψυχή σου με το κύλισμα του χρόνου.
Σήμερα πού πρόσεξα το πρώτο ξύπνημα μέσα σου της ήβης, διδα­γμένος πολλά από την ζωή, όχι μονάχα ως πατέρας, αλλά και ως γιατρός, ένοιωσα την ανάγκη να σε διαφωτίσω και να σε καθοδηγήσω, ώστε να μην πέσης σε σφάλματα. Σφάλματα πού είναι δυνατόν να σε οδηγήσουν στην καταστροφή του σώματος και της όμορφης και αγνής ψυχής σου. Πήρα την απόφασι αυτή για να μπορέσω να φυλάξω το κοφτερό και έξυπνο μυαλό σου και την καλή σωματική σου διάπλασι από μια προσωρινή τρικυμία, που πρόκειται να ξεσπάση τώρα με το ξύπνημα της ήβης. Όταν αυτή η τρικυ­μία, πού τόσους νέους παρασέρνει στην αφάνεια και στην καταστροφή, κοπάση, τότε νικητής θα μπόρεσης σαν πολύπειρος Οδυσσεύς να αγωνισθής χωρίς φόβο σε άλλες τρικυμίες πολύ πιο δυνατές, μα λιγώτερο οδυνηρές, γιατί θα είσαι οπλισμένος με το μεγαλύτερο όπλο πού υπάρχει στην ζωή και πού το λένε γνώσι. "Στερνή μου γνώσι να σ' είχα πρώτα", λένε οι ναυαγισμένοι και οι μετανοιωμένοι. Αυτό ποτέ δεν θα το πής, όταν από το γράμμα μου καταλάβης πώς πρέπει να φερθής τώρα για να κερδίσης την ευτυχία σου στον μέλλον.

Θα πρόσεξες ασφαλώς μόνος σου ότι γύρω από το πουλάκι σου που επιστημονικά ονομάζεται πέος, φύτρωσαν τώρα τελευταία πυκνές τρίχες, επίσης θα πρόσεξες ότι άθελα σου ιδίως το πρωί το πουλάκι σου σκληραί­νει. Αυτό είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο πού δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άσκησι της φύσεως για να σε προετοιμάση και να σε κάμη αργότε­ρα σωστό και τέλειο άνδρα. Συνέχεια με το πέος και κάτω από αυτό υπάρχει μια μικρή σακουλίτσα, η οποία επιστημονικά λέγεται όσχεον. Μέσα σ' αυτή βρίσκονται δυο αδένες που μοιάζουν σαν δύο μικρά αυγά και πού τα λένε επιστημονικά όρχεις.
Μαζί με την ωρίμανσι των γεννητικών οργάνων ξυπνά μέσα στον άνθρωπο γενικά ένα ένστικτο πού το λέμε σεξουαλικό. Αυτό το έν­στικτο κάνει το αγόρι να θέλη να έχη σχέσεις με το κορίτσι. Αυτό είναι εκείνο πού δημιουργεί μέσα στην ψυχή των ανθρώπων την τάσι ν' αγαπούν το αντίθετο φύλο. Αγάπη πού την έθεσε ο Θεός στην ψυχή μας για την διαιώνισι του είδους.
Αυτό όμως το ένστικτο, αν δεν το χαλιναγώγησης τώρα στην αρχή, είναι δυνατόν να σε παρασύρη σε ανεπανόρθωτες βλάβες του σώματος και της ψυχής σου. Γι’ αυτό πρέπει να καταβάλης μεγάλη προσπάθεια να μη σε κυριέψη και σου καταστρέψη όλες σου τις ελπίδες, όλα σου τα όνειρα. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται να έχης ηθικές αρχές, γερό μυαλό και ακέραιο χα­ρακτήρα για να μπόρεσης να ξεφύγης από τους πειρασμούς, πού σε σπρώ­χνει να συνάντησης στο δρόμο σου.
Και οι πειρασμοί είναι πάρα πολλοί!!! Και πρώτος-πρώτος πειρασμός πού είναι δυνατόν να πέσης στα δίχτυα του καμμιά φορά και άθελα σου εί­ναι ο αυνανισμός. Άκουσες πολλές φορές από φίλους και συμμαθητάς σου, όταν καμμιά φορά τσακωθούν να υβρίζωνται με την λέξη «μαλά­κα», ξέρεις τι θα πή αυτό; Είμαι βέβαιος, ότι δεν τόλμησες ποτέ να ρωτήσης, γιατί έχεις αρχές ηθικές. Θα σου πω λοιπόν εγώ ο πατέρας σου για να μην προφτάση να σου πή ή να σου το δείξη ένας κακός φίλος σου. Μαλάκα ονομάζουν το παιδί εκείνο πού κρυφά από τους άλλους τρίβει το πέος του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βγαίνη απ’ αυτό ένα υγρό. Η πράξι αυτή που επιστημονικά λέγεται, όπως ανέφερα παραπάνω, αυνανισμός, προκαλεί στιγμιαία ευχαρίστησι και ηδονή σε κείνον που την κάνει, παράλληλα όμως και μεγάλη καταστροφή στο σώμα και στην ψυχή του. Γιατί είναι κατα­στρεπτική αυτή η πράξη; Θα σου το πω αμέσως για να καταλάβης και θα σου το πω όχι στηριζόμενος σε θεωρίες, αλλά σε πραγματικά γεγονότα πού μονάχα εμείς οι γιατροί τα έχουμε διαπιστώσει.
Πρέπει να ξέρης, παιδί μου, ότι τα γεννητικά όργανα στην ηλικία που σήμερα ευρίσκεσαι είναι πολύ ευαίσθητα και εύκολα είναι δυνατόν να πάθουν βλάβη. Όπως όταν πειράζης το μπουμπούκι ενός λουλουδιού, αυτό την άλλη ημέρα θα μαραθή και θα πέση νεκρό, έτσι όταν πειράζεις πάνω στην αύξησί τους τα γεννητικά σου όργανα, αυτά λίγο - λίγο θα μαραθούν και θα μείνουν άχρηστα σε όλη σου τη ζωή. Όταν γινόμαστε με κακές χει­ρονομίες αφορμή να μη μεγαλώσουν τα γεννητικά όργανα, τότε έχουμε με­γάλες ανωμαλίες σ' όλο μας τον οργανισμό. Γι’ αυτό, αυτός πού κάνει αυτή την πράξι σιγά - σιγά παθαίνει αφηρημάδα, χάνει την μνήμη του, εύκολα ξεχνά, δυσκολεύεται να αντιληφθή, γίνεται ανόρεκτος, δεν τρώγει, φεύγει ή δροσιά και ή φρεσκάδα πού είχε πριν, αγριεύει και ζαρώνει το πρόσωπο του, αδυνατίζει στο σώμα και κουράζεται στην ψυχή. Πόσοι μαθηταί, πού ήσαν στα πρώτα βήματα του Γυμνασίου οι αριστούχοι, κατήντησαν από την κακή αυτή πράξι όχι μονάχα οι τελευταίοι, αλλά και ανεπίδεκτοι πλέον μαθήσεως! Τόση βλάβη φέρνει στο μυαλό και στο σώμα η κακή αυτή πράξι και άλλη τόση καταστροφή στα γεννητικά όργανα, πού πρέπει να μην ερεθίζονται για να μεγαλώσουν κανονικά ως την ηλικία των 24 χρόνων, που θα εί­ναι πια τέλεια και κατάλληλα να αρχίσουν το έργο τους χωρίς κίνδυνο να καταστραφούν.
Την κακή πράξι του αυνανισμού είναι δυνατόν να την κάμης και συ χωρίς καλά - καλά να καταλάβης, και μάλιστα χωρίς καν να σου το πουν ή να σου το δείξουν οι κακοί φίλοι σου, αν έξαφνα αναρριχάσαι σε κανένα δένδρο, οπότε άθελα σου τρίβεται και ερεθίζεται το πουλάκι σου ή το πρωί στο κρεββάτι σου, όταν φυσιολογικά είναι σκληρό και το πειράζεις. Γι’ αυτό, παιδί μου, όταν βρίσκεσαι σε τέτοιες καταστάσεις, αμέσως να σκέ­πτεσαι το κακό και ν’ αποφεύγης τον περισσότερο ερεθισμό, πού θα κατά­ληξη σε μία βρωμερή και άνανδρη συνήθεια.
Είναι δυνατόν επίσης, παιδί μου, φίλος σου που τον αγαπάς σαν τον ίδιο τον εαυτό σου να σου πή στα καλά καθούμενα, να κάμης κι' εσύ ό,τι αυτός από αγνοία κάνει κρυφά και ίσως-ίσως θελήσει να κάμη μπροστά σου για να σε παρασύρη. Μη διστάσης να του πής πόσο βλαβερή είναι αυ­τή η πράξι και πόσο καταστρεπτική στον οργανισμό του και να τον συμβουλέψης να σταματήση, αλλοιώς ότι θ’ αναγκασθής να τον περιφρόνησης σε όλη σου τη ζωή. Να είσαι βέβαιος ότι ο φίλος σου αυτός θα σ' αγαπήση πιο πολύ και θα σε σέβεται περισσότερο, γιατί θα σκεφθή καλά το με­γάλο σφάλμα του.

Πρέπει λοιπόν, όταν βρεθής καμμιά φορά σε τέτοιες περιπτώσεις, να φωνάζης τον Θεό, να επικαλήσαι τον Μεγαλοδύναμο, να λες το Πάτερ ημών, πού τελειώνει «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Μονάχα αυτό να παρακαλής και να είσαι βέβαιος, ότι θα βγαίνης από κάθε τέτοια περιπέτεια πάντοτε νικητής και θα έχης τη συνείδησί σου πάντα ήσυχη. Αν την προσευχή αυτή την λες με πίστι, κάθε πονηρό θα φύγει από κοντά σου και θα πλημμυρίζη η ψυχή σου από ικανοποίησι και γαλήνη.

Σύγχρονος Οικογενειακός Σύμβουλος ή Ο Παντογνώστης της Καθημερινής Ζωής, εκδόσεις "Εταιρίας Συγχρόνων Εκδόσεων", Έκδοσις Ενδεκάτη Βελτιωμένη, Αθήναι 1965

Wednesday, September 12, 2007

Αφήγημα

Η Ζωή εν Τάφφω

Το σπαραξικάρδιον θέαμα του πτωχού όντος, του θωρώντος με δια των μεγάλων απλανών οφθαλμών, μεγίστην άρρητον μοι ενεποίησεν θλίψιν.
Η ατάραχος όψις του εξέπεμπεν αίσθησιν πρωτογνώρου αφάτου ευδαιμονίας. Επί των λεπτών χειλέων του απετυπούτο ακαθόριστον σταθερόν υπομειδίαμα, το δε βλέμμα του ήτο απλανές και αι κόραι του διεσταλμέναι, ως ελεεινού ψυχοπαθούς πολλαπλώς λοβοτομηθέντος.
Το άλλοτε τρομερόν πλάσμα ενεφώλευε πλέον πειθηνίως εντός του υπερφυούς τριχαπτώδους εσωβράκου. Παρά την στενότηταν του χώρου, συνεστρέφετο ευκόλως και ελίσσετο επιδεξίως εις την νέαν του εξ υφάσματος φωλεάν. Διήγεν άλλοτε ερευνών τας αβυσσαλέας, γλίσχρας και ερεβώδεις οπάς, άλλοτε πλατσουρίζον εις τα στάσιμα σακχαρόχροα κολλώδη υγρά, άλλοτε αμέλγον τας σαρκίνας προεξοχάς, άλλοτε ολισθαίνον χαριέντως επί των ολιγοσάρκων γλουτών, άλλοτε κρεμάμενον εκ των αιδοιοχειλέων, και κάποτε πλέκον καλάθους με τας βοστρυχώδεις θρίχας. Βραδύτερον, ότε εβαρύνετο, ανερριχάτο δια των θριχών και ανελίσσετο, και επί τέλους αδράχνον την άκραν του εσωρούχου δια των δακτύλων και θέτον την κεφαλήν επ’ αυτών ερρέμβαζεν ησύχως.
Εις τους μέλανας κενούς οφθαλμούς του ψοφοδεούς εκείνου πλάσματος, ανεγνώρισα μετά θλίψεως και οργής τον Τάφφον(*), τον νηπιόθεν επιστήθιον φίλον μου. Εν είδει αστραπής διήλθον έμπροσθεν μου ως άυλα φάσματα, αι φαιδραί εκδρομαί, οι ανέμελοι περίπατοι, αι ατέρμονες συζητήσεις, αι αμοιβαίαι εκμυστηρεύσεις, αι σφοδραί φιλονικίαι αίτινες επλήρουν τας ευτυχείς εκείνας ημέρας του παρελθόντος, τας παρελθούσας ως μοι εφαίνετο πλέον ανεπιστρεπτί.
Τις θα εδύνατο να εικάση ότι ο κάτοχος των αφλόγων εκείνων ομμάτων υπήρξε παλαιότερον άνθρωπος ιδιαζόντως οξυδερκής και υπερμέτρως ευφυής; Τινι τρόπω ο φλογώδης φέρελπις νεανίας κατήντησε άλογος ζώνεκρος, ενδιαιτών νυν εν τω υπερφυεί μαρσίπω;
Η κατάχρησις εις την θεωρουμένην ως επιφέρουσα αναποφεύκτως τύφλωσιν χειρονακτικήν συνήθειαν, θα ήτο η ευκολοτέρα καίτοι αβασάνιστος εξήγησις, ήτις θα εξήρχετο αβιάστως εκ των χειλέων ημών, όμως δεν θα ήρκει ίνα δικαιολογήση πλήρως την οικτράν του κατάστασιν.

Κι όμως φίλτατέ μοι αναγνώστα, ο Τάφφος ήρχισεν το στάδιον του βίου του με τας καλλιτέρας προϋποθέσεις. Η οικογενειακή θαλπωρή και η αρτία χριστιανική -εν τοις εκπαιδευτηρίοις της Ελληνικής Παιδείας- μόρφωσις των παιδικών ετών προδιέγραφον σταθεράν εξέλιξιν, και ουδέν προείκαζεν το φοβερόν κτύπημα της τύχης όπερ επέπρωτο να διαταράξη τον ευδαίμονα και ανέφελον βίον του μικρού παιδίου. Η Μοίρα, μεταμορφωθείσα εις βάρβαρον μάχαιραν μύωπος χειρούργου, καίτοι –δόξα τοις Θεοίς– δεν απέκοψεν το νήμα της ζωής του μικρού Τάφφου, τω απεστέρησε σημαντικόν τμήμα ζωτικού οργάνου. Ιδού τι συνέβη: Οι βαθέως θρησκευόμενοι γονείς του, ακολουθούντες τας σχετικάς προς την περιτομήν προτροπάς του αποστόλου Παύλου, έθεσαν το ανυποψίαστον παιδίον ενώπιον του αδαούς εκείνου σφαγέως, δι’ ού ουχί μόνον περιετμήθη η μιαρά ακροποσθία αλλά και απετμήθη σημαντικόν μέρος οργάνου και αυτοεκτιμήσεως.
Εις την φοβεράν αίσθησιν απωλείας, πολλώ δε δεινοτέρα της αφορήτου αλγηδόνος, ευρίσκεται η πρωταρχική αιτία της παιδιόθεν αλλοκότου συμπεριφοράς του. Εν τη τρυφερά καρδία του ακρωτηριαθέντος παιδίου εφώλευσαν μέλανα και χαώδη αισθήματα και εις τους λογισμούς του παρεισέφρησαν σκέψεις τυρβώδεις, νεφελώδεις, ακαθόρισται και συγκεχυμέναι. Έκτοτε, εκ των αλύσεων των ειρμών του εξέλιπον βαθμηδόν λογικά τινά βήματα, ούτως ώστε οι λογισμοί του απέβαινον συχνάκις άγονοι, ασθενείς και ασύνδετοι, τα δε συμπεράσματά του εξωφρενικά και αυθαίρετα.
Θύματα του νοσούντος νοός ήτο οι συζητήσεις μας και η πτωχή του γαλή, ο Αλματίων. Τι λογικώτερον άραγε του θέτειν τις την γαλήν του εντός του καταψύκτου; Διότι, εσκέπτετο ο δύστηνος νέος -ουχί εκ φαύλης προαιρέσεως, ειμή εξ αιτίας του πάσχοντος νοός- ως παν μάλλινον, ως ελέγετο, τιθέμενο εν καταψύξει παύει να μαδή, ούτως και η γαλή, ούσα μαλλινοφόρος, επιβάλλεται να έχη την αυτήν μεταχείρισιν. Δεν διεπιστώθη εί ο τεθείς εντός του καταψύκτου γάτος του ήτο της αυτής απόψεως.
Οι γονείς και οι καθηγηταί του παιδίου εξελάμβανον τας σποραδικάς, αρχικώς, εκδηλώσεις των ομιχλωδών σκέψεων του ως ιδιότυπα δείγματα ιδιαζούσης ευφυΐας, παραπλανηθέντες αφ’ενός εκ των αληθών αναλαμπών οξυνοίας –οξυνοίας σπανίας τω όντι και υπερφυούς, δύναμαι δε προσωπικώς να διαβεβαιώσω εν πάση ειλικρινεία, ότι ο Τάφφος έμαθεν απταίστως την γαλλικήν εντός δύο μόνον ωρών– αφ’ετέρου εκ της σοβαροφανούς εκφράσεως του οστεώδους προσώπου και των βλοσυρών οφθαλμών, ούς είχε κατορθώσει δια πολυώρων μελετών να καταστήση βλοσυροτέρους.
Βεβαίως, ουδείς εξ ημών υπώπτευε τας δυσκολίας δι’ων διήρχετο ο ακρωτηριασθείς φίλος μας. Τουναντίον, διεσκεδάζαμε με τους αλλοκότους λήρους του και τας ασυντάκτους σκέψεις του, τας οποίας απεδίδαμεν είς την παιγνιώδη διάθεσιν του. Άλλωστε, ο όμιλος των φίλων μας ήτο αληθές απάνθισμα βαρέων και ανιάτων περιπτώσεων, μεθ’ ων συγκρινόμενος ο δύσμοιρος Τάφφος εφαίνετο ως ο φυσιολογικότερος πάντων.
Παρελθόντων των ετών, η κατάστασις δυστυχώς επεδεινούτο. Η άκανθα, η τοσούτο προώρως κεντήσασα την τρυφεράν καρδίαν εξογκούτο πλέον και εμηκύνετο ως θηριώδης σκόλωψ, ο δε Τάφφος ήρχισε βαθμιαίως να απομονούται και να μεταβάλληται εις μεγαλομανή ερημίτην. Άλλοτε, καίτοι μελάμπυγος και πισσόχρους, εθεώρει εαυτόν καταγόμενον εκ Σουηδών ιπποτών του μεσαιώνος μετοικησάντων εις νήσον τινά των Κυκλάδων. Άλλοτε εθεώρει εαυτόν ειδικόν επί παντός επιστητού, κατά κανόνα δε επί ζητημάτων άτινα πλήρως ηγνόει. Ως οι καλόγηροι και οι ιερείς ομιλούσι στομφωδώς και πολυξέρως περί Θεού και Παραδείσου καίτοι ουδέποτε εγνώρισαν ουδένα εξ αμφοτέρων, ούτω και ο Τάφφος ωμίλει περί των μυστηρίων των γυναικών και της τέχνης των ηδονών, καίτοι η μόνη επαφή του με αιδοίον τι είχε συναφθεί άπαξ και κατά πολύ παλαιότερον- κατά την γέννησίν του.
Όσο δε ημείς, νεότατοι όντες, επεδιδόμεθα είς πιπεράτας ακολασίας και σαρκικάς ηδονάς, τόσο ο Τάφφος εκλείετο εις τον εαυτόν και την οικία του. Δεν ηδυνάμεθα να αντιληφθώμε διατί ο φίλος μας, -όσπερ, παρά την τεραστίαν μεγαλιθικήν ρίνα ήτις υψούτο εν τω μέσω του οστεώδους προσώπου του, και την ωσεί προοριζομένην δια κοκκαλόσουπαν σκελετώδη άσαρκον σωματικήν κατασκευήν, παρά τους ασυναρτήτους λήρους και την μονόχνωτον συμπεριφοράν, ήτο γοητευτικότατος- δεν κατώρθωσε ποτέ να συνάψη σχέσιν μετά θηλέως τινός, ειμή άπαξ, με την Δόννη, παράδοξον αειδές τε και αηδές υβρίδιον μεταξύ σχιζοφρενούς λεσβίας εκφυγούσης του Δρομοκαϊτείου, ανοργασμικής αιγός εκφυγούσης της μαχαίρας του κρεοπώλου και του Ιουλίου Βρύνερ εκφυγόντος την λευκήν οθόνην. Η ολιγοήμερος σχέσις, περιορισθείσα εις θερμάς αντεγκλήσεις, τρυφεράς έριδας, γλυκάς υστερίας, περιπαθείς γρόνθους και ειλικρινή λακτίσματα, ευτυχώς ήτο μόνον πλατωνική, διότι εί ελάμβανε ετέραν χροιάν, θα καλείτο κτηνοβασία. Ο δύστηνος ο Τάφφος, έχων ήδη κλονισμένας τας φρένας και ευρισκόμενος προ νευρικής καταπτώσεως, αλλόφρων και εν εξάλλω καταστάσει, δεν ηδύνατο να δεχθή τινι τρόπω και αυτή εισέτι η Δόννα, η μετά βίας νοουμένη ως ανήκουσα τω γυναικείω φύλω, τω έρριψεν ιξώδη πρασινόγχρουν ρογχάλαν. Βεβαίως, βραδύτερον, η κατάστασις εβελτιώθη δραματικώς, καθότι ο Τάφφος συνήψε ολοκληρωμένας καίτοι βραχυχρονίους σχέσεις μετά λαμπρών νεανίδων, εκ των καλλιτέρων τροφίμων του ασύλου ανιάτων. Η ανέλπιστος μετά της Δόννης αποτυχία και αι επόμεναι αμφισβητήσιμοι επιτυχίαι απεδόθησαν φυσικώς τω ελλιπεί των περισκελίδων του περιεχομένω.
Εις την δεινή του θέσιν και προ του απονενοημένου δύο ήτο αι έσχαται λύσεις: Είτε η πλήρης αποκοπή του εκβραχυνθέντος στρουθίου και η έναρξις λαμπρού σταδίου έμπροσθεν του Ωνασείου, είτε η επιμήκυνσις και η εκπλάτυνσις του δια των τεχνολογικών καινοτομιών. Δε δυνάμεθα να είπωμεν μετ’ ακριβείας εί ο Τάφφος, δια να σιγουρεύση το αποτέλεσμα, ηγόρασεν κολοσσιαίον μεγεθυντή πιέσεως χιλίων ατμοσφαιρών, ή θέτων εις εφαρμογήν τας δεινάς του μηχανολογικάς γνώσεις και συνδυάσας συσκευήν τινά αμολγής αγελάδων με γιγαντιαίον υπερσυμπιεστήν κατεσκεύασεν αλλόκοτον μηχανήν, όπως και να έχη το ζήτημα, τελικώς ευρέθη εν κωματώδει καταστάσει εντός του νοσοκομείου. Η θυελλώδης αναρροφητική ισχύς ήτο τοσούτο σφοδρά, ώστε ουχί μόνον δεν εμεγθύνθη το υπολειπόμενον μέλος, αλλ’ ανερροφήθη -ως μοι εκμυστηρεύθη βραδύτερον ο Τάφφος- και το όσχεον μετά του περιεχομένου του. Εις τους επισκέπτας και τους περιέργους ανεκοινώθη ότι υπεβλήθη εις εγχείρισιν κοίλης...
Ο Τάφφος, έχων τεταραγμένας τας φρένας, ελλιπέστερος ή παλαιώτερον και παρά τας παταγώδεις διαδοχικάς αποτυχίας, ηρνείτο πεισματικώς την βοήθειάν μας. Διότι εις πλείστας όσας περιπτώσεις επειράθημεν να τω συστήσωμεν εις αιθερίας τινάς υπάρξεις, καίτοι μέχρι τούδε συσχετισθείς μόνον μετά θηλέων τινών προερχομένων εκ του Πλανήτου των Πιθήκων, ‘η μία τω εξύνιζεν κι’ η άλλη τω εβρώμαγε’. Παρά ταύτα, εξηκολούθει να μας μέμφηται δια το ότι εις ουδεμίαν τον εγνωρίσαμεν.

-Ρε Τάφφο, τι θα γίνει; Γνώρισες καμμία γκόμενα;
-Ε... όχι. Δε μου γνωρίσατε και σεις καμμία...
-Τι λες! Και η Ελένη;
-Η Ελένη; Κοιτάζεις ρε ηλίθιε που δε μιλάω; Δε φτάνει που μου φέρατε το βόδι...
-Βόδι η Ελένη; Καλά, τόσο μαλάκας είσαι; Και η Μαρία;
-Καλά, άσε, αυτή είναι πουτάνα.
-Έ, τότε κάτσε, μαλάκα, να τον παίζεις...

Φαίνεται ότι αι δοξασίαι του μεσαιώνος και της αναγεννήσεως περί συνδέσεως των όρχεων με τον εγκέφαλον μέσω της σπονδυλικής στήλης –όπως αύται περιγράφονται εις τα χειρόγραφα του σοφού Λεονάρδου Βιντσιώτου κ.ά.– θεωρούμεναι ως αβάσιμαι και αντιεπιστημονικαί την σήμερον, ηύρον την πειραματικήν τους απόδειξιν εις την περίπτωσιν του Τάφφου. Δεν δυνάμεθα δι’ ετέρας εξηγήσεως να ερμηνεύσωμεν την επιμονήν του ν’ αναζητή, καίτοι ευρισκόμενος εν δεινοτάτη καταστάσει, την ιδανικήν γυναίκα, την έχουσα την μορφήν της Μονίκης Βελούση και τας πνευματικάς ικανότητας του Στεφάνου Χωκίνος. Εκ του αποτελέσματος οφείλομεν να παραδεχθώμεν ότι η επιμονή του επήνεγκεν αποτελέσματα εγγίζοντα τας προσδοκίας του, καθότι η νυν μνηστή του φέρει τας άνωθι αρετάς –καίτοι αντεστραμμένας.
Εδοξάσαμε δε τον μεγαλοδύναμον δια την εύρεσιν της -κατά πολύ προτιμωτέρας των προκατόχων της- αομμάτου εκείνης πτωχής παιδίσκης, ήτις έρριψεν εν βλέμμα ευσπλαχνίας τω ελεεινώ φίλω μας, και παραβλέποντες την ομοιότητάν της προς τον εν κομικίω ‘Τυχηρός Λεύκιος’, Ιώβ Δάλτονα –ως και αύτη παρέβλεψε το ελαττωματικόν στρουθίον– εορτάσαμεν την έναρξιν της απροσκόπτου και συνεχούς λειτουργίας του ελλιπούς πτηναρίου δια λαμπρών τελετών.
Ουδείς όμως υπώπτευεν τας δεινάς παρενεργείας. Ως τα εν Αβησσυνία σκελετώδη άσαρκα παιδία, καίτοι ημιθανή εκ της ασιτίας και της δίψης, κινδυνεύουσι να υποσθώσι σοβαράς βλάβας ή και να αποθνήσκωσι εί αποτόμως τοις χορηγηθεί τροφή, ούτως και ο φίλος μας, καίτοι συναισθηματικώς και ερωτικώς λιμοκτονών, εις μόνην την επαφήν μετά θήλεως τινός πλην της δεξιάς, έπαθε ανιάτους, ως εφάνη, εγκεφαλικάς κακώσεις. Έκτοτε, άνους και άφρων, ενδιατεί νυχθημερόν εντός του υπερφυούς εσωβράκου, μη δυνάμενος ουδέ δια της σφοδροτέρας βίας ν’ αποσπασθή.
Έν είνε το ίαμα το δυνάμενον να αποσείση τον δαιδαλώδη λήθαργον και να τον επαναφέρη –ως ο αιθήρ τους απωλέσαντας τας αισθήσεις– εις την φυσιολογικήν έλλογον κατάστασιν: Η τρομερά ρητή απαίτησις λευκών στεφάνων, μονοπέτρου δακτυλίου, γάμου και τέκνων. Αλλ’ όμως το μαρσιποφόρον, ως παν θήλυ, αφ’ ενός απευχόμενον την αφύπνισιν, και αφ’ ετέρου επιθυμούν υπανδρολογήματα και τέκνα, τω παρέχει το ανωτέρω ίαμα εις τοσούτο μικράς δόσεις, ούτως ώστε να καθίσταται δια του εθισμού όλως αναποτελεσματικόν.
Εάν δε το πάλαι ποτέ ανήσυχον πνεύμα δεν παραδοθεί αμαχητί, δια της εφαρμογής του Κάμα Σούτρα (ήγουν της παναρχαίας παρά τοις Ινδοίς τέχνης του Έρωτος και των Ηδονών) και συχνότερον δια του Κάμα Μούτρα (ήτοι της παρά ταις γυναιξί τέχνης της εξοιδήσεων των όρχεων), πάσα αντίστασις θα καμφθή. Διότι, όταν αποτύχη ο ακκισμός, η οπισθόβουλος λαγνεία και τα σαρκικά δελέατα -τα συνήθη γυναικεία μέσα προς πραγματώσιν πάσης επιθυμίας-, τίθεται επί τέλους εν εφαρμογή το απαράμιλλον και υπεραποτελεσματικόν μέσον της προσυνουσείου ή της επικραββατείου μορμύρας.

Εκ του τελευταίου ουδείς εσώθη.


(*) Δια του παρωνυμίου τούτου απεκαλούσαμε χλευάζοντες τον φίλον μας, ούτινος η έκπτωσις καταδεικνύει ότι υπήρξαμε υπέρ του δέοντος σκληροί. Το ‘τάφος’, βεβαιότατα γράφεται με ένα ‘φ’, ακολουθώ όμως αυτόθι την πρακτικήν του διπλασιασμού συμφώνου τινός, δια της οποίας ενόμιζεν ο φίλος μου ότι το όλως αδιάφορον κοινότυπον όνομά του θα περιεβάλλετο αίφνης δια αναμφισβητήτου αίγλης, ως θα έλεγε τις ότι το ‘Τάκης’ γραφόμενον ως ‘Τάκκης’, αυτομάτως μεταμορφούται είς εύσχημον σπάνιον όνομα, εφάμιλλον του ‘Οδυσσεύς’. Ίσως τω όντι να υποκρύπτηται μικρά δόσις αληθείας εις αύτην τη δοξασίαν. Άλλωστε, άλλο να γράφης ‘μαλακία’ και άλλο ‘μαλακκία’: Δια του δευτέρου, άπαντες θα αποφανθώσιν ότι ή πολύ διάφορος του συνήθους είσαι ή πολύ μαλάκας.

Οιαδήποτε ομοιότης προς πρόσωπα ή καταστάσεις είνε όλως συμπτωματική. Ουδέποτε ο συγγραφεύς υπέστη αφορήτους πιέσεις δια κλαυθμυρισμών και απειλών - στοχεύουσας την λογοκρισίαν και την περικοπήν εδαφίων τινών- υπό περιτμηθέντων προσώπων.

Labels:

Sunday, April 29, 2007


Ντοστογιέφσκι

Η Παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή


Στη Σεβίλλη του 16ου αιώνα, στην τρομερή εποχή της Ιεράς Εξέτασης όταν ανάπτονταν πυρές προς Δόξαν Θεού, ο Χριστός εμφανίζεται και πάλι στους ανθρώπους, κατερχόμενος εξ Ουρανών και λαμβάνοντας την ίδια εκείνη ανθρώπινη μορφή που είχε όταν βάδισε και πρώτα επί Γης, πριν από δεκαπέντε αιώνες. Έρχεται όχι για να εκπληρώσει την υπόσχεσή της Δευτέρας Παρουσίας και της Παγκοσμίου Κρίσεως, αλλά απλά για να επισκεφθεί για λίγο τα Τέκνα Του, τη στιγμή που φουντώνουν οι πυρές των αιρετικών.
Στην Σεβίλλη αχνίζουν ακόμα τα αποκαίδια από την μεγαλοπρεπή πυρά, στην οποία την προηγούμενη μέρα, ενώπιον του βασιλιά, των ιπποτών, του ιερατείου και του πολυάριθμου πλήθους αποτεφρώθησαν ad majorem gloriam Dei κάπου εκατό αιρετικοί, πρωτοστατούντος του καρδινάλιου, του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.

Ο Χριστός εμφανίζεται αθόρυβα και σεμνά, μα όλοι Τον αναγνωρίζουν. Ο λαός συρρέει, Τον περιτριγυρίζει, Τον ακολουθεί. Αυτός περιφέρεται με ένα σιωπηλό μειδίαμα απέραντης συμπόνιας, ακτινοβολώντας Φως, Αγάπη, Σοφία, Δύναμη, εγείροντας τις εν ληθάργω καρδιές των ανθρώπων. Ευλογεί, θεραπεύει τους αρρώστους και θαυματουργεί, ο λαός κλαίει από ευτυχία και δοξολογεί. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, σταματάει μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Γίνεται και αυτός μάρτυρας της ανάστασης ενός μικρού κοριτσιού. Διατάζει τους φρουρούς του να Τον συλλάβουν –η δύναμή του είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη και ο λαός υποταγμένος και φοβισμένος, που κανείς δεν εναντιώνεται.

Ο Χριστός φυλακίζεται. Ο γέρος ιεροεξεταστής τον επισκέπτεται μόνος του και το περιεργάζεται σιωπηλός:

-Εσύ είσαι; Εσύ; Μην απαντάς, σώπαινε. Γνωρίζω πολύ καλά τι θα είχες να πεις. Μα ούτε έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε κείνα που 'χεις ήδη πει. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Γιατί, για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και Συ. Έχεις άραγε το δικαίωμα να μας γνωστοποιήσεις έστω κι ένα απ' τα μυστικά του κόσμου απ' τον οποίο ήρθες; Όχι, δεν έχεις, για να μην προσθέσεις σε κείνα που έχουν πια ειπωθεί και για να μην αφαιρέσεις απ' τους ανθρώπους την ελευθερία, που τόσο την υπερασπίστηκες όταν ήσουν στη γη. Ότι καινούργιο πεις τώρα, θα 'ναι πλήγμα για την ελευθερία της πίστης των ανθρώπων, γιατί θα φανεί ως θαύμα, ενώ η ελευθερία της πίστης τους Σου ήταν ό,τι πολυτιμότερο και τότε ακόμα, εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια. Μήπως δεν είχες πει συχνά και Συ ο ίδιο τότε: "θέλω να σας κάνω ελεύθερους"; Μα να που τώρα είδες αυτούς τους "ελεύθερους ανθρώπους". Ναι, αυτή η δουλειά μας κόστισε πολύ, μα την αποτελειώσαμε επιτέλους εν ονόματι Σου. Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ' αυτή την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ' αυτή για τα καλά. Μάθε, όμως πως τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βέβαιοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, για την ελευθερία τους κι όμως αυτοί οι ίδιοι μας φέρανε την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Κι αυτό το πετύχαμε εμείς. Μα Εσύ αυτό ήθελες τάχα; Μια τέτοια ελευθερία θέλησες;

Ο γέρος επαίρεται πως αυτός και οι όμοιοι του κατανίκησαν την ελευθερία και πως αυτό το έκαναν για την ευτυχία των ανθρώπων. Γιατί μονάχα έτσι -εννοώντας την Ιερή Εξέταση- στάθηκε δυνατό να σκεφτεί κανείς για πρώτη φορά την ευτυχία των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε επαναστάτης. Μα μπορούν τάχα οι επαναστάτες να 'ναι ευτυχισμένοι;

Σε προειδοποιούσαν και σε συνεβούλευαν, μα Εσύ δεν άκουσες τις προειδοποιήσεις, απαρνήθηκες το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους, μα ευτυχώς φεύγοντας παράδωσες σε μας τη δουλειά. Μας υποσχέθηκες, μας έδωσες το λόγο Σου, μας έδωσες το δικαίωμα του λύειν και δεσμείν και φυσικά δεν μπορείς ούτε να το σκεφτείς να μας το πάρεις πίσω. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;
Το μεγάλο φοβερό και σοφό πνεύμα, το πνεύμα της αυτοκαταστροφής και της ανυπαρξίας μίλησε μαζί Σου στην έρημο και τα βιβλία μας λένε πως τάχα "Σ' έβαλε σε πειρασμό". Είναι σωστό αυτό; Και μήπως θα μπορούσε τάχα να ειπωθεί τίποτα σωστότερο από εκείνα που Σου ανήγγειλε το πνεύμα με τα τρία του ερωτήματα, που Εσύ απέκρουσες και που τα βιβλία απεκάλεσαν "πειρασμούς"; Κι όμως αν έγινε ποτέ στη γη ένα πραγματικά εκθαμβωτικό θαύμα, τούτο το θαύμα έγινε ακριβώς εκείνη την ημέρα των τριών πειρασμών. Το θαύμα έγινε μόνο και μόνο γιατί τέθηκαν εκείνα τα τρία ερωτήματα.

Και μόνο απ' αυτά τα ερωτήματα και απ' το θαύμα του πως τεθήκανε, μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ' ένα πρόσκαιρο ανθρώπινο μυαλό μα με νου αιώνιο κι απόλυτο. Γιατί σ' αυτά τα τρία ερωτήματα –τα οποία άραγε αν επιστρατεύονταν όλοι οι σοφοί της γης θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν;- συνοψίζεται κατά έναν τρόπο και προφητεύεται όλη η μελλούμενη ιστορία της ανθρωπότητας και δίνονται οι τρεις μορφές όπου θα συναντηθούν όλες οι άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης σ' όλη τη γη. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμα τόσο φανερό, γιατί το μέλλον ήταν άγνωστο, μα τώρα, όταν πια έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα έχουν τόσο καλά μαντευτεί και προφητευτεί σε κείνα τα τρία ερωτήματα και τόσο πολύ δικαιώθηκαν που δεν μπορείς ούτε να προσθέσεις ούτε να αφαιρέσεις τίποτα.
Δες τώρα και μόνος Σου ποιος είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που Σε ρωτούσε τότε; θυμήσου το πρώτο ερώτημα: "θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ' αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητα τους και με την έμφυτη τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο από την ελευθερία! Βλέπεις τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυρακτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου ως ευγνώμον και πειθήνιο κοπάδι, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν' αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να της δίνεις τα ψωμιά Σου". Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ' τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θα 'ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος ούκ έπ' άρτω μόνον ζήσεται, μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: "Ποιος μοιάζει μ' αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού!" Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες και αιώνες και η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; "Χόρτασε τους και τότε μπορείς μονάχα να τους ζητάς αρετή!" Να τι θα γράψουν στη σημαία που θα σηκώσουν εναντίον Σου και που μ' αυτήν θα γκρεμίσουν το ναό Σου. Στη θέση του θα υψωθεί ένα νέο οικοδόμημα, ένας νέος φοβερός πύργος της Βαβέλ και, παρότι κι αυτός δε θα τελειώσει, όμως παρ' όλα αυτά θα μπορούσες να τον αποφύγεις αυτόν τον νέο πύργο και να συντομέψεις κατά χίλια χρόνια τα βάσανα των ανθρώπων γιατί σε μας θα 'ρθουν πάλι, αφού καταβασανιστούν με τον πύργο τους! θα 'ρθουν να μας βρουν κάτω απ' τη γη, στις κατακόμβες (γιατί τότε θα μας διώκουν και θα μας βασανίζουν πάλι) θα μας βοούν και θα μας εκλιπαρήσουν: "Δώστε μας να φάμε, γιατί εκείνοι που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας τη δώσανε". Και τότε πια εμείς θ' αποτελειώσουμε το χτίσιμο του πύργου τους, γιατί θα τον αποτελειώσει μονάχα εκείνος που θα τους χορτάσει. Και θα τους χορτάσουμε μονάχα εμείς εν ονόματί Σου και ψευδόμενοι πως είναι εν ονόματί Σου. Ποτέ τους δε θα χορτάσουν χωρίς εμάς. Καμιά επιστήμη δε θα τους δώσει ψωμί όσο θα μένουν ελεύθεροι, μα στο τέλος θα 'ρθουν να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μας και θα μας πουν: "Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας", θα καταλάβουν επιτέλους μονάχοι τους πως η ελευθερία και το γήινο ψωμί ούτε κατά διάνοια δεν είναι δυνατό να επαρκέσουν για όλους, γιατί ποτέ, ποτέ τους δε θα το καταφέρουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! θα πειστούν ακόμα πως ποτέ δε θα γίνουν ελεύθεροι γιατί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοί κι επαναστάτες. Συ τους υποσχέθηκες τον άρτον τον επουράνιον, μα Σου ξαναλέω:

Μπορεί τάχα να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια αυτής της ανθρώπινης ράτσας, της ανίσχυρης, της πάντα χυδαίας και διεφθαρμένης; Κι αν εν ονόματι του επουράνιου άρτου θα Σε ακολουθήσουν οι χιλιάδες και μυριάδες τι θ' απογίνουν τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που είναι ανίκανα να προτιμήσουν τον επουράνιο άρτο απ' τον επίγειο; Ή, μήπως τάχα αγαπάς μονάχα τις δεκάδες χιλιάδες τους μεγάλους και ισχυρούς ενώ τα εκατομμύρια οι αδύναμοι, οι πολυάριθμοι σαν την άμμο της θάλασσας, που Σ' αγαπούν ωστόσο, θα πρέπει να χρησιμέψουν μονάχα σαν υλικό για τους μεγάλους και τους ισχυρούς; Όχι, εμείς αγαπάμε και τους αδύναμους. Είναι διεφθαρμένοι κι επαναστάτες μα τελικά αυτοί είναι που θα γίνουν υπάκουοι, θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεούς τους, γιατί μπήκαμε επί κεφαλής τους και δεχτήκαμε το βάρος της ελευθερίας που εκείνοι τη φοβήθηκαν και να κυριαρχούμε πάνω τους, τόσο ανυπόφορο θα τους είναι στο τέλος να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε πως υπακούμε σε Σένα και πως εξουσιάζουμε εν ονόματί Σου θα τους εξαπατήσουμε και πάλι γιατί δε θα Σ' αφήσουμε πια να πλησιάσεις κοντά μας. Σ' αυτήν ακριβώς την απάτη θα συνίσταται η οδύνη μας, γιατί θα 'μαστε αναγκασμένοι να ψευδόμαστε. Να τι σημαίνει εκείνο το πρώτο ερώτημα της ερήμου και να τι απέκρουσες εν ονόματι της ελευθερίας που την έβαλες υπεράνω όλων. Κι όμως, σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται το μεγάλο μυστικό του κόσμου τούτου. Αν αποδεχόσουν τους "άρτους", θ' απαντούσες στη συμπαντική και προαιώνια ανθρώπινη λαχτάρα τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου, δηλαδή: "ποιον θα προσκυνήσω;" Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρεί όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν. Γιατί εκείνο που βασανίζει αυτά τ' αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που εγώ ή ένας άλλος να μπορεί να το προσκυνήσει, μα να βρουν κάτι που να το πιστεύουν και να το προσκυνάνε κι απαραίτητα αυτό να το κάνουν όλοι μαζί. Αυτή ακριβώς η ανάγκη της γενικής λατρείας είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά και όλης της ανθρωπότητας απ' την αρχή του κόσμου. Γι' αυτή τη γενική λατρεία εξολοθρεύουν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιουργούσαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: "Παρατήστε τους θεούς σας κι ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος κι εσάς και τους θεούς σας!" Κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμα κι όταν εξαφανιστούν από τον κόσμο οι θεοί: και τότε ακόμα θα γονατίσουν μπροστά σε είδωλα. Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί, τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που μ’αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των γίνεται μονάχα εκείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδηση τους. Με το ψωμί Σου δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: θα’ δίνες ψωμί κι ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ' το ψωμί, μα αν εκείνη την ίδια στιγμή καταχτούσε κανένας τη συνείδηση του, εκτός από Σένα, ω, τότε θα 'φτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα το ψωμί Σου και θ' ακολουθούσε εκείνον που γοήτευσε τη συνείδηση του. Σ' αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στερεή γνώση του σκοπού για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θ' αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά. Αυτό είναι σωστό, μα τι βγήκε απ' αυτό; Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Η, μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο από την ελευθερία της συνείδησης του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. Και να που αντί να βάλεις σταθερές βάσεις για τον ησυχασμό της ανθρώπινης συνείδησης μια για πάντα, τους πρόσφερες ό,τι πιο ασυνήθιστο, ενδεχόμενο και αόριστο, όλα εκείνα που ήταν ανώτερα από τις δυνάμεις των ανθρώπων, φέρθηκες λοιπόν σαν να μην τους αγαπούσες καθόλου. Και ποιος το 'κανε αυτό; Εκείνος που ήρθε να θυσιάσει τη ζωή Του για χάρη τους! Αντί να κυριέψεις την ανθρώπινη ελευθερία, Εσύ την πολλαπλασίασες και βάρυνες την ψυχή τους για τον αιώνα τον άπαντα με τα βάσανα τούτης της ελευθερίας, θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά να αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ' απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω από το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής; θα φωνάξουν στο τέλος πως η αλήθεια δε βρίσκεται σε Σένα, γιατί θα 'ταν αδύνατο να τους αφήσει κανείς σε μεγαλύτερη σύγχυση και αγωνία απ' όσο τους άφησες Εσύ, αφήνοντας τους τόσες φροντίδες και τόσα άλυτα προβλήματα. Ώστε λοιπόν, Εσύ ο ίδιος έβαλες τις βάσεις για την καταστροφή της βασιλείας Σου και μην κατηγορείς γι' αυτό κανέναν άλλον.

Κι όμως τι Σου είχε προσφερθεί! Υπάρχουν τρεις δυνάμεις στον κόσμο που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδυνάμων στασιαστών, κι αυτό για τη δική τους την ευτυχία. Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Εσύ απόρριψες και το 'να και τ' άλλο και το τρίτο κι έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ' έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: "Εί υιός ει του θεού, βάλε σεαύτόν εντεύθεν κάτω• γέγραπται γαρ ότι τοις άγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, καί ότι επί χειρών άρουσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. Καί αποκριθείς είπεν αυτώ ό Ιησούς ότι είρηται, ουκ έκπειράσεις Κύριον τον θεόν σου". Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόρριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σαν θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Κατάλαβες τότε πως κι ένα βήμα να 'κανες, και μια κίνηση να 'κανες για να πέσεις κάτω, θα 'ταν σαν να 'βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θα 'χανες όλη Σου την πίστη σ' Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ' αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιον πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν' απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωής, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, το 'ξερες πως ο άθλος Σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης και έλπιζες πως ο άνθρωπος, ακολουθώντας το παράδειγμα Σου, θα μπορέσει να πιστεύει στο θεό χωρίς να 'χει ανάγκη από θαύματα. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ' αρνηθεί παρευθύς και το θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το θεό όσο τα θαύματα. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. Δεν κατέβηκες απ' το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: "Κατέβα απ' το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Εσύ". Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ' αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Να, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξε τους: ποιον πήγες ν' ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ' ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι κι Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σαν να 'παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ' τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα 'δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα 'ταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. Τι σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνεια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλο τους. Μα θα 'ρθει κι ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλα αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά, θ' ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν με αίμα τη γη. Μα στο τέλος θ' αντιληφθούν τ' ανόητα παιδιά πως αν και είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. Μουσκεμένοι στ' ανόητα δάκρια τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωση τους και η λέξη αυτή θα 'ναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ίδια τον εαυτό της γι' αυτήν. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, να ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων υστέρα από τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους! Ο μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο όραμα του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα 'τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να περηφανεύεσαι γι' αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης και υπέροχης θυσίας εν ονόματί Σου. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες και ήταν και θεοί. Όμως οι άλλοι; Και τι φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν εκείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους και η αγάπη, μα το μυστήριο, στο οποίο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κι ενάντια στη συνείδηση τους. Αυτό και κάναμε. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Και οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ' τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε βάσανα. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι;

Λέγε. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδεια μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάχτησε- δε θέλω την αγάπη Σου γιατί και γω δεν Σ' αγαπώ. Γιατί να σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου πω, Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου. 'Ακου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, να το μυστικό μας. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ' αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντας Σου όλα τα γήινα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ' όλα αυτά. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, και η γη θα 'χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ό,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδηση του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν' αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητα της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ' τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Ταμερλάνος και οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σαν λαίλαπα απ' τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμέλιωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα 'δινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί τη συνείδηση τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους;

Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντας το Σ' απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. Ω, θα περάσουν ακόμα πολλοί αιώνες εκτρόπων του ελευθέρου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Μα τότε ακριβώς θα 'ρθει σερνόμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. Κι εμείς θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ' αυτό θα 'ναι γραμμένο:

"Μυστήριο!" Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. Είσαι περήφανος για τους. εκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ' όλους. Εξάλλου να 'ναι κι έτσι; Πόσοι απ' αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντας Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ' άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει; Ενώ σε μας όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. Θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Τι λες λοιπόν; θα 'χουμε δίκιο ή όχι; θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο, γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη και η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ' αυτούς, οι πιο ατίθασοι και οι πιο άγριοι, θα αυτοκαταστραφούν οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: "Ναι, είχατε δίκιο, σεις μονάχα κατέχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Σώστε μας απ' τον εαυτό μας". Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε από αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θα 'ναι στ' αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ' τα χέρια μας! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά, θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! Κι όσο δε θα το καταλαβαίνουν αυτό οι άνθρωποι θα 'ναι δυστυχισμένοι.

Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κι έτσι πλάστηκαν. Θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες να 'ναι περήφανοι, θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ' όλες. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από την κλώσσα. θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν' αμαρτάνουν. Θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θα 'ναι συγχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδεια μας. Τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε. Όσο για την τιμωρία γι' αυτά τ' αμαρτήματα —ας γίνει κι αυτό—, θα την πάρουμε πάνω μας, κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο θεό. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά (όλα αυτά ανάλογα με την υπακοή τους) και εκείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησης τους• όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν κι εμείς θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ' τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. Κι όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θα 'μαστε δυστυχισμένοι, θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κι εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θα 'χουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα, θα σβήσουν εν ονόματί Σου και πέρα απ' τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θα 'ναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Λένε και προφητεύουν πως θα 'ρθεις και θα ξανανικήσεις, θα 'ρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους κι εμείς σώσαμε τους πάντες. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το "μιαρό" κορμί της. Μα τότε εγώ θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνώρισαν την χαρτιά. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: "Δίκασε μας, αν μπορείς κι αν τολμάς".

Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ' αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ' τους εκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ' τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να "συμπληρώσω τον αριθμό". Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. ' Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν και η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συνδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Γιατί αν υπάρχει κανένας που να αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi. (είπα)

Η Παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή -από το μνημειώδες έργο Αδερφοί Καραμαζώφ-, αποτελεί το αποκορύφωμα -και επιτομή- του έργου του απαράμιλλου στοχαστή. Προσπάθησα -ανώφελα- να μειώσω το μέγεθος του κειμένου, τέτοια κείμενα είναι αδύνατο να περικοπούν ή να συμπιεστούν... Η μετάφραση είναι του άριστου Άρη Αλεξάνδρου.

Wednesday, March 21, 2007


Βλογιοπυραμίς

Άντε να γλιτώσεις...
Μικρό κινηματογραφικό διάλειμμα

Όταν μου ζητείται να αναφέρω τις αγαπημένες μου ταινίες αισθάνομαι ακριβώς όπως όταν προσπαθώ ματαίως να ανακαλέσω από την δαιδαλώδη, ασθενική και ακατάστατη μνήμη μου έστω ένα από τα εκατοντάδες ανέκδοτα που γνωρίζω.
Αγαπώ πολύ τον –καλό(!;) κινηματογράφο και είμαι πάντα πρόθυμος να δω μια νέα ή παλιά ταινία που υποψιάζομαι ότι κάτι έχει να πει.
Για ν’ αποτινάξω από τη σκέψη μου το βάρος της επιλογής ‘ΤΩΝ αγαπημένων’ ταινιών, θα παραθέσω απλά ταινίες που μου έρχονται σχετικά εύκολα στη μνήμη και με εντυπωσίασαν ή με συνεπήραν, αφήνοντας μου μία διαρκή επίγευση και δίνοντας αφορμές για σκέψεις και συζητήσεις. Δεν θεωρώ τις παρακάτω ταινίες αυτές ως τις πλέον αγαπημένες, και σε καμμία περίπτωση ως ταινίες-ορόσημο για την τέχνη του κινηματογράφου. Η διάταξη τους είναι τυχαία.


Το στοιχείο του εγκλήματος (Forbrydelsens element, Lars von Trier, 1984)
Ο πολυδιάστατος Trier, πρωτού μας ζαλίσει με το δόγμα του, έφτιαξε αυτό το αριστούργημα, που αποδεικνείει πόσο μεγάλος μαΐστωρ μπορεί να είναι όταν δεν καταπιάνεται με αριστοτεχνικές μετριότητες όπως το Ντόγκβιλ και το Μαντερλέι.

Seven (David Fincher, 1995)
Το εμπορικό σινεμά στα καλύτερα του, απαράμιλλο στο είδος του. Ας τα βλέπουν οι μη εμπορικοί, μπας και βάλουν μυαλό.

Last night (Don Mckellar, 1998)
Ή πως με ελάχιστα χρήματα μπορεί να γίνει μια πολύ καλή ταινία. Ας τα βλέπουν οι ελληνάρες σκηνοθεταράδες που κλαίγονται για το νο μπάτζετ.

Les Triplettes de Belleville (Sylvain Chomet, 2003)
Κινούμενα σχέδια, γλυκύτατη και ανθρώπινη ταινία. Είδες μαέστρο μου; Δεν θέλει και πολλά να κάνεις μια καλή ταινία. Μόνο ψυχή και ταλέντο.

Oldboy (Chan-wook Park, 2003)
Μέγιστος μάστορας ο Παρκ, βιρτουόζος σκηνοθέτης. Παρά την ωμή αλλά στυλιζαρισμένη βία, την παραδέχομαι ως άριστη του είδους.

Delicatessen (Jean-Pierre Jeunet, Marc Caro, 1991)
Παλιά και αγαπημένη, πολύ ανώτερη από τα επόμενα του Jeunet (βλ Αμελί). Αν και αδύναμη σεναριακά στο δεύτερο μέρος, έχει εκπληκτική ατμόσφαιρα, ασύλληπτα ευρήματα και ιδιότυπο χιούμορ.

The Red Thin Line (Terrence Malick, 1998)
Το ίδιο έτος που η άριστη τεχνικώς πουτάνα του σινεμά -ο κος Spielberg- έκανε το πομπώδες και ανοικονόμητο Saving Private Ryan με τις γνωστές αμερικάνικες μεγαλορρημοσύνες του τύπου «σεβόμαστε και προασπίζουμε τη ζωή του κάθε ατόμου γιατί σ’αυτό εδράζεται το αμερικανικό σύστημα», ο Μάλικ δημιουργούσε μια από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες. Ο παραλογισμός και η φρίκη του πολέμου –ο τρόμος και τα δεινά είναι κοινά και για τις δύο πλευρές- σε αποστομωτική αντίθεση με την γαλήνη της φύσης. Άριστη επιλογή το Adagio του Samuel Barber. (Συμπτωματικά υπάρχει και στο Reconstruction)

Reconstruction (Christoffer Boe, 2003)
Ταινία που με αγγιξε βαθύτατα και με επηρέασε πολύ. Φοβάμαι να την ξαναδώ! Την αντιλήφθηκα ως ψυχολογική αλληγορία. Ούτως ή άλλως είναι άριστη και την προτείνω ανεπιφύλακτα.

Barton Fink (Joel Coen, 1991)
Γενικά μου αρέσουν οι Κοέν, κυρίως όταν παίζουν οι άριστοι John Turturo και Steve Buscemi. Ο Βάρτων Φινκ έχει την νοσηρή και πνιγηρή ατμόσφαιρα που λατρεύω. Ναι, ο κατεξοχήν νοσηρός είναι ο Lynch τον οποίο θεωρώ μέγιστο σκηνοθέτη, αλλά επιφυλάσσομαι να κάνω επανάληψη στις ταινίες του με τα νέα μου μάτια και μυαλά.

Monty Python’s: The Meaning of Life (1983)
Από τις πρώτες ταινίες που είδα στο σινεμά, ήμουν παιδί αμούστακο. Γι’αυτό και την προτιμώ από τον Brian, ταινία που είδα πολύ αργότερα, αν και ίσως είναι εφάμιλλη.

Ελλείψει δικού της βλογίου, φιλοξενείται εδώ και η καλή μου Σοφία, στην οποία οφείλεται εν μέρει η μύηση και η διαρκής, ενδελεχής και αδιάλειπτη ενασχόληση μου με καλές ταινίες και κινηματογραφικές τεχνικές, αλλά και η εντρύφηση στις κινηματογραφικές –κυριολεκτικά και μεταφορικά- πίπες.

Οι δέκα αγαπημένες μου (της Σοφίας) ταινίες, με σειρά χρονολογική και όχι προτίμησης.

Vampyr (Carl Dreyer, 1930)
Ποιητική και περίτεχνη σκηνοθεσία, υποβλητική σκηνογραφία, φοβερή μείξη εξπρεσιονισμού και σουρεαλισμού, σε μία ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της. Αγέραστη.

Hirosima mon amour (Alain Resnais, 1959)
Κλασσικό αριστούργημα, ένα από τα τελειότερα δείγματα μοντέρνας γραφής στην ιστορία του κινηματογράφου.

Eraserhead (David Lynch, 1976)
Ο Lynch στην παρθενική του και κατά τη γνώμη μου καλύτερή του ταινία. Επιστημονική φαντασία ή σουρεαλιστικό όνειρο;

Mister Klein (Joseph Losey, 1976)
Συγκλονιστική σε περιεχόμενο και ύφος φιλοσοφική αλληγορία πάνω στην αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας.

Blade Runners (Ridley Scott, 1982)
Η επιστημονική φαντασία ερωτοτροπεί με τους τυπικούς κώδικες του νουάρ, σε μία άκρως ατμοσφαιρική ταινία με υπαρξιακό-οντολογικό προβληματισμό.

Monty Python’s: The Meaning of Life (1983)
Διαβρωτικό, ακραίο, ανατρεπτικό, αναρχικό, σουρεαλιστικό. Η καλύτερη ταινία των ΜP λίγο πριν -δυστυχώς- διαλυθούν.

The belly of an architect (Peter Greenaway, 1987)
Ο απόλυτα εικαστικός Greenaway προβληματίζεται γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και γύρω από την –κυριολεκτικά και μεταφορικά- αρρώστια του καλλιτέχνη.

Crash (David Kronenberg, 1996)
Αριστοτεχνικά δομημένο (και βαθειά παρεξηγημένο), ένα παρακμιακό αριστούργημα με φροϋδικές επιρροές, πάνω στο δίπολο Έρωτας-Θάνατος, αλλά και μία ευφυέστατη αλληγορία για την αλλοτριωτική επίδραση της τεχνολογίας στον ανθρώπινο ψυχισμό –και όχι μόνο.

In the mood fot love (Wong Kar-Wai, 2000)
Υπέρ-στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία αλλά και άκρως ρομαντική ατμόσφαιρα από τον υπέρτατο Εστέτ του είδους.

Alskade vare de som satter sig (Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο, Roy Andersson, 2002)
Πολυεπίπεδη, αφαιρετική και ποιητική, ή, πώς το σινεμά αποδεικνύει περίτρανα ότι αποτελεί (την 7η) υψηλή τέχνη.

Πολύ θα ενδιαφερόμουν να μάθω τις κινηματογραφικές προτιμήσεις του φιλτάτου Ροδάνη, του Πανουτοπίδη, του Δείμου του πολίτη, της Αρτάνιδος.


Thursday, January 18, 2007

Edmond About: La Grèce Contemporaine (1854)

Εκκλησία, Ιερατείο, Καλόγεροι και Ορθόδοξη Πίστη

Ο Εδμόνδος Αμπού επισκέπτεται την Ελλάδα είκοσι χρόνια μετά την θεμελίωση του νέου Ελληνικού κράτους., και απέρχεται μετά από δύο έτη. Οι Έλληνες, την επομένη του αγώνα της παλιγγενεσίας, ζουν σε απόλυτη ένδεια και εξαθλίωση, το δε Ελληνικό κράτος, εκ γενετής φέρει την ανίατη -ως απεδείχθη- αναπηρία του δημόσιου χρέους, προερχόμενο από το συναφθέν δάνειο με Άγγλους και Γάλλους με λογικότατο επιτόκιο της τάξεως του 50% (και οι τόκοι προπληρωμένοι!). Ταυτόχρονα, διαφεντεύονται από ετερόδοξο και αλλοδαπό βασιλιά. Ο σημερινός αναγνώστης διαβάζοντας το –δυστυχώς μη διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία, μια που οι εκδόσεις Τολίδη που το εξέδιδαν έχουν κλείσει– βιβλίο του Αμπού συνεχώς αναρωτιέται τι έχει κατ’ουσίαν αλλάξει από τότε. Και στα περισσότερα από τα πραγματευόμενα στο βιβλίο, αποφαίνεται χωρίς μεγάλη δυσκολία: Ουδέν. Ο οξυδερκής Εδμόνδος Αμπού δεν αφήνει όρθιο ούτε ιερό ούτε όσιο. Ιδού η άποψή του για την Εκκλησία:

[...] Να σημειωθεί ότι στον κατάλογο των δικαιοδοσιών της Εκκλησίας, δεν γίνεται λόγος για τη διδασκαλία της ηθικής. Ή ελληνική ορθοδοξία είναι ένα δόγμα απολιθωμένο πού δεν έχει πια τίποτα το ζωντανό. Τα μόνα καθήκοντα πού ορίζει στους ανθρώπους είναι τα σταυροκοπήματα πού γίνονται με συγκεκριμένο τρόπο και αριθμό, οι γονυκλισίες, η λατρεία, μαθηματικά ρυθμισμένη, μερικών εικόνων στερεότυπων και ας το πούμε γεωμετρικών, η αποστήθιση μερικών ατελείωτων τύπων πού έχουν καταντήσει νεκρό γράμμα, η τήρηση ορισμένων νηστειών, η αργία ενός πλήθους γιορτών πού κατασπαράσσουν το μισό χρόνο και τέλος η υποχρέωση να τρέφονται οι παπάδες και να πλουτίζουν οι εκκλησίες με αδιάκοπες ελεημοσύνες.
Το βασίλειο χωρίζεται σε 24 έδρες επίσκοπων από τις όποιες η μία κατέχεται από έναν μητροπολίτη αρχιεπίσκοπο, πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου.
Αν ο στρατός είναι παραγεμισμένος από αξιωματικούς, η Εκκλησία δεν έχει να του ζηλέψει τίποτα: Είναι γεμάτη από αρχιερείς. 24 επίσκοποι για 950.000 ψυχές είναι πολλοί.
[...]
Ό μητροπολίτης παίρνει 6000 δραχμές το χρόνο. Καθένας επίσκοπος 4000. Εισπράττουν, εξ άλλου, ένα δικαίωμα για τις άδειες γάμου και διαζυγίου και για την έκδοση επιτιμίων: Όταν διαπράττεται μια κλοπή, ο ιδιοκτήτης, αντί να βάλει αφίσες πού δεν θα διαβάζονταν ή να διαμηνύσει με μια ειδοποίηση που δε θα συγκινούσε κανένα, απευθύνεται άμεσα στον επίσκοπο και τον παρακαλεί, έναντι πληρωμής, να αξιώσει το κλεμμένο πράμα του. Ό αρχιερέας, χάρη της δικαιοσύνης και με ένα μέτριο χρηματικό ποσό, στέλνει σ' όλες τις ενορίες της περιφερείας του μια κεραυνοβόλο εγκύκλιο οπού εκσφενδονίζει αναθέματα πάνω στην κεφαλή του ανώνυμου ένοχου του αδικήματος. Αν ο επίσκοπος ξέρει να επιπλήξει, ο ένοχος αποκαθιστά τα πράγματα. Ένας χωρικός προληπτικός και απατεώνας δεν φοβάται μήπως προσβάλλει τον θεό, αλλά φοβάται τις φοβέρες του επισκόπου του. Ξέρω ένα τουφέκι πού ξαναγύρισε στον κύριο του με εκκλησιαστικό τρόπο.
Ό κατώτερος κλήρος δεν μισθοδοτείται από το κράτος.
{Κύριε Αμπού, εν έτει 2007,ο κλήρος μισθοδοτείται από το κράτος! Και αν δεν κάνω λάθος, αφορολόγητα.} Εισπράττει μερικά επιδόματα πάνω στις σοδειές και κυρίως ζει από το βωμό. Παντρεύει, βαφτίζει, ενταφιάζει και εξορκίζει, έναντι πληρωμής. Εξομολογεί τους ανθρώπους στα σπίτια τους με μια μικρή αμοιβή. Το επάγγελμα του παπά είναι αρκετά επικερδές, χωρίς να είναι πολύ κουραστικό και οι περισσότεροι Έλληνες παπάδες ζουν άνετα τη μικρή τους οικογένεια. Αν ο βωμός δεν αποδίδει αρκετά, αν η συλλογή από προσφορές είναι κακή, ο παπάς βρίσκει άλλους πόρους στη γεωργία ή το εμπόριο. Καλλιεργεί ένα χωράφι, ανοίγει ένα μαγαζί, διατηρεί μια ταβέρνα.
[...]
Η κυβέρνηση διαθέτει πέντε Ιεραποστόλους επιφορτισμένους να διαδίδουν τον θείο λόγο στην ύπαιθρο. Πληρώνει στην πρωτεύουσα δυο καθηγητές εκκλησιαστικής μουσικής πού εκπαιδεύουν τη νεολαία στη μελωδική τέχνη να ψέλνουν με τη μύτη.
[...]
Ό κλήρος της υπαίθρου θα είναι ικανός να διδάξει το λαό όταν θα πάει κι ο ίδιος στο σχολείο.
[...]
Ό ελληνικός κλήρος ήταν πιο πολυάριθμος κατά την Τουρκοκρατία απ' ότι σήμερα. Οι Τούρκοι είναι ένας από τους πιο ανεκτικούς λαούς της γης. Στην Κύπρο, πού βρίσκεται κάτω από την τουρκική κυριαρχία, σε έναν ελληνικό πληθυσμό 75.000 ψυχών οι παπάδες ή καλόγεροι υπολογίζονται σήμερα σε 1700. Και δεν είναι δέκα χρόνια πού αυτά τα 1700 άτομα, όλα πλούσια και με καλό εισόδημα, υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρους.
Ή κυβέρνηση του βασιλείου της Ελλάδας βρήκε τη χώρα πνιγμένη από καλόγερους. Έκλεισε πολλά μοναστήρια, θα έπρεπε να τα κλείσει όλα. Από τη γη λείπουν μπράτσα, ο πληθυσμός δεν αυξάνεται διόλου, και ή αγαμία αυτών των μοναχών είναι τόσο βλαβερή στη χώρα όσο ο πυρετός ή η πανούκλα.
Και να’ ταν τουλάχιστον τα μοναστήρια εργαστήρια ή σχολεία! Άλλα το πιο ωραίο προνόμιο των ελλήνων μοναχών είναι να μη μαθαίνουν και να μην κάνουν τίποτα. Αυτά τα άσυλα αμάθειας και οκνηρίας δεν αντηχούν παρά από τεμπέλικες συζητήσεις, πολιτικά κουτσομπολιά, αντεθνικές πλεκτάνες και εγκώμια για τον τσάρο της Ρωσίας.
Εν τω μεταξύ, οι Έλληνες καλόγεροι είναι αρκετά καλοζωιστές. Δεν τους λείπει τίποτε και ή ευτυχία κάνει τους ανθρώπους καλοπροαίρετους.
[...]
Πέρασα πολύ ευχάριστες μέρες στο μοναστήρι της Λουκούς, κοντά στο Άστρος, χάρη στη φλύαρη φιλοξενία του ηγούμενου. Όταν φθάσαμε ήταν απασχολημένος να δίνει να του φιλούν το χέρι τρεις ή τέσσαρες χωριάτες της περιοχής. Ξέφυγε από τα χειροφιλήματα για να τρέξει να μας υποδεχθεί και να μας πει το «καλωσορίσατε».
[...]Αυτό το Μέγα Σπήλαιο είναι το μεγαλύτερο από τα μοναστήρια της Ελλάδας. Οι καλόγεροι του υπολογίζονται, σε διακόσιους, κάθε ηλικίας, πού κοιμούνται σε ταπεινά σπιτάκια και τρωνε στο πόδι. Ο θησαυρός του μοναστηρίου συνίσταται σε μια εικόνα της Παναγίας, πού την έφτιαξε, λένε, ο απόστολος Λουκάς.
Το ‘βασιλικό’ δωμάτιο όπου μας έβαλαν για να μας τιμήσουν είναι το αριστούργημα του εΐ'δους. Ή διακόσμηση είναι γελοία χωρίς να είναι άχαρη. Ή θέα είναι θαυμάσια. Κοιμηθήκαμε σε ένα φαρδύ μιντέρι πού τριγυρίζει την αίθουσα. Οι καλοί γέροι (καλόγεροι), έτσι λένε οι "Έλληνες τους μοναχούς κάθε ηλικίας, δεν αμαρτάνουν διόλου σε υπερβολή καθαριότητας. Τρώγεσαι ζωντανός στο ‘βασιλικό’ δωμάτιο.
Τα μοναστήρια του βασιλείου διαθέτουν μερικά βιβλία λειτουργικά. Αναφέροντας τα, ταχω πει όλα για τις βιβλιοθήκες τους.
[...]
Υπάρχουν στην Ελλάδα περισσότερες εκκλησίες από, σπίτια;
Υπάρχουν περισσότερα σπίτια από εκκλησίες; Είναι ένα σημείο πού θα ήθελα να το δω να ξεκαθαρίζεται.
Υπάρχουν μέσα στη χρονιά περισσότερες εργάσιμες μέρες από μέρες γιορτής; Σου επιτρέπεται να αμφιβάλλεις.
Στην Αθήνα και τα περίχωρα υπολογίζονται πάνω από τριακόσιες εκκλησίες από τις οποίες πέντε ή έξη είναι σχεδόν χρησιμοποιήσιμες. Οι άλλες είναι καλυβάκια πού οι βοσκοί δεν τα θέλουν. Έχουν τέσσαρες τοίχους και, κάποτε, μια στέγη.
[...]Ωστόσο, καμμιά άπ' αυτές τις εκκλησιές δεν είναι οριστικά έγκαταλειμένη. Έχουν τη μέρα τους που λειτουργούνται μέσα στο χρόνο, ανάβουν μια φορά τουλάχιστον αυτό το μικρό γιάλινο καντήλι, καίνε λίγο θυμίαμα, ψέλνουν μερικές προσευχές και πέντε ή έξη άτομα σφίγγονται γύρω από τον παπά μέσα σ' αυτό το στενό διάζωμα.
Κατά τη γνώμη όλων των Ελλήνων είναι θεάρεστο έργο να χτίζεις τέτοιες παράγκες. Και είναι Ιεροσυλία να τις καταστρέφεις. Να γιατί αυτά τα μνημεία της δυστυχίας και της αμάθειας μένουν όλα όρθια.

Περισσότερα για τον Αμπού σε προηγούμενο ποστ με τίτλο “Έλληνες και Ελληνάρες”.

Wednesday, December 13, 2006

Αφήγημα

Η Καλογηρική Γλώσσα
(Μικρά γλωσσική μελέτη)

Ότε εγένετο νύξ, οι τρείς πτωχοί στρατιώται, ο Βασιλάκης, ο Κυριάκος και ο Περικλής, ομού μετά του καλογήρου, εκάθησαν περί την τράπεζαν δια να φάγωσιν το πενιχρόν δείπνον των, αποτελούμενον εκ πινακίου φακής, τεμαχίου άρτου και ποτηρίου ερυθρού οίνου. Η παρουσία του καλογήρου, όνπερ οι δύο εξ αυτών δυσφορούντες είχον δεχθεί εν τη παλαιά οικία προ τινών ωρών, εθέρμαινε τώρα την καρδίαν των. Οι λήροι του αγίου πατρός και ο γενναίος οίνος έθαλπον την ψυχήν των και υπεδαύλιζον το εν ληθάργω άσβεστον πυρ της πίστεως.
Ήτο μικρόν και αμύστακον παιδίον ο Βασιλάκης, παιδιόθεν αγαπητός και επιστήθιος φίλος μου, ότε εκλήθη να υπηρετήση την πατρίδαν. Ο Βασιλάκης, όνπερ αγαπώ και τιμώ ως ομοθαλήν και ομογάλακτον αδελφόν -εξ ετέρου πατρός και εταίρας μητρός-, διάγων νυν εν εσπερία και διαπρέπων εις το στάδιον της μεγίστης των τεχνών, ανήκει εις την σπανίαν κατηγορίαν των ανθρώπων εχόντων εξόχως καλήν καρδίαν ομού μετά ιδιαζούσης οξυνοίας, συνδυάζων την αρετήν μετά της ευφυίας. Το μέγιστον δε προτέρημα πλην σημαντικότατον ελάττωμα του φίλου μου, υπήρξεν ανέκαθεν η αδυναμία του –η ανικανότης θα παρετήρει τις– να μνησικακήση. Εξ’ου και η τάσις να γίνηται στόχος παντός σκώμματος και αστεϊσμού, πρωτοστατούντος κυρίως του αδελφού μου και εμού, συμμετέχοντος δε ολοκλήρου του ομίλου των παλαιοφίλων. Τα δε σκώμματα εκυμαίνοντο από απλών πειραγμάτων –το υποκοριστικόν ‘Βασιλάκης’ απετέλει έν εκ των συνήθων σκωμμάτων, ο δε βραχύσωμος φίλος μου το εθεώρει ως ‘λεκτικόν ευνουχισμόν’, ιδίως όταν απεκαλείτο ούτως ενώπιον ευμόρφων γυναικών, υπενθυμίζων δε πάντοτε δια κινήματος της χειρός τη δοξασίαν ότι το ύψος του σώματος είνε αντιστρόφως ανάλογον του γεννητικού στρουθίου–, έως χονδροειδεστάτων φαρσών, δι’ ων πολλάκις ολίγον έλειψε να απολέση πάσαν ελπίδαν πατρότητος. Ο Βασίλης εθύμωνε, πλην ο θυμός του διήρκει μόνον δευτερόλεπτα τινά, είτα εξεκαρδίζετο εις χείμαρρον γελώτων.
Ο Βασίλης ήτο ο πρώτος εξ ημών όστις εκλήθη να εκτελέση τας στρατιωτικάς του υποχρεώσεις. Παρελθούσης δε της βασικής εκπαιδεύσεως, μετετέθη εις προκεχωρημένον φυλάκιον της Θράκης, ίνα ολοκληρώση την κολοβόν ολιγόμηνον θητείαν του, γόνος ών πολυτέκνου οικογενείας. Προϊόντος του χρόνου και αυξούσης της παλαιότητος και κνήσεως των όρχεων, απεφασίσθη ομού μετά δύο συστρατιωτών του να ενοικιάσωσι μικράν πενιχράν οικίαν, εις την πολίχνην ου μακράν του φυλακίου, δια να δύνανται να απολαμβάνωσι κατά τας εξόδους των ολίγας ώρας ανεμέλου ύπνου ή δια να ροφώσι τζούρας τινάς καπνού εκ των μελαγχρόων δασυφύλλων φυτών άτινα κρυφίως φύονται επί των γονίμων εκείνων γαιών.
Ο είς εκ των φίλων, ο Κυριάκος, νεανίας άκακος και θεοσεβούμενος, πλην δύστροπος και δεισιδαίμων, μεγαλωθείς μετά των απολιθωμένων επιταγών του γράμματος των Γραφών, κρατών πάντοτε κομβοσχοίνιον και υποψάλλων τροπάρια και προσευχάς, ομίλει πλειστάκις περί του πνευματικού της οικογενείας του, σοφού κι αγίου καλογήρου, μονάζοντος εν Αγίω Όρει, όστις πολλάκις τον είχε σώσει εκ των ονύχων του Σατάν και τας αρπάγας παντός δαίμονος και τελωνίου. Πολλάκις δε διηγείτο την αλγεινήν δοκιμασίαν του, εξ’ ής τη βοηθεία του Αγίου Πνεύματος και του πανσέπτου πατρός εξήλθεν αλώβητος. Προ τινών ετών, ο Δαίμων, είχε πειραθεί να τον σύρη πέραν των πυλών της κολάσεως, εμφανισθείς εν ονείρω νύκτα τινά και λαμβάνων εναλλάξ τας μορφάς της Παμέλης Ανδέρσωνος και της Δόλης Βάρτονος. Ο πτωχός νέος, γνωρίζων τα μηχανευομένα υπό του Διαβόλου τεχνάσματα, ουδόλως επλανήθη από τας απατηλάς πληθωρικάς οπτασίας, εποίησεν δε νοερώς το σημείον του σταυρού και υπετονθόρυσεν τα Πατερημά του. Παρά τας εν υπνώσει προσευχάς και παρακλήσεις, ο Δαίμων ανθίστατο σθεναρώς, λαμβάνων δε τας μορφάς της Μόνικας Βελούση και της Βάνας Βάρβα και αποκάμνωντος του νεανίου, τω ώρμησεν μετά θωπειών και ασελγών λειχιών εις αποκρύφους περιοχάς, πολλάκις δε επειράθη να του συνθλίψη την κεφαλήν δια σφοδρών κτυπημάτων εκ των κολοσιαίων μαστών και να τον τυφλώση δια των θηριωδών θηλών. Ο Κυριάκος ετινάχθη κάθιδρως, φέρων τα σημεία της υπερφυούς δαιμονικής επιθέσεως επί του ως αντίσκηνον τανυθέντος εσωβράκου του, εσταυροκοπήθη έντρομος αυτοστιγμεί και εράντισεν τας ήδη υγράς περισκελίδας του με αγίασμα. Ύστερον προσεπάθησε μετρών προβατάκια να αποκοιμηθή. Ο Δαίμων όμως δεν ησύχασε. Τον κατεδίωξε μέχρι πρωίας λαμβάνων την μορφήν του Μύκητος Θεοδωράκη, γυμνού, άδοντος και διευθύνοντος την Κρατικήν. Παραληρών και πυρέσσων, με πελιδνήν την όψιν και σβεσμένους τους οφθαλμούς, ο δύστηνος νέος κατέφυγεν εις την βοήθειαν του πατρός Παλλαδίου. Όθεν, κατά τα φαινόμενα, εσώθη.
Ημέραν τινάν, ο Κυριάκος, περιχαρής, ένδακρυς και τρέμων εκ συγκινήσεως, επληροφόρησεν τους συνοίκους του περί της προσεχούς ελεύσεως του αγίου πατρός εν τη πολίχνη. Ο δύστηνος νέος εφρόνει ως απαράβατον υποχρέωσιν του να φιλοξενήση τον μυθικόν καλόγηρον εν τη πτωχική των οικία, πλην ο Βασιλάκης και ο Περικλής, οίτινες επεθύμουν την ησυχίαν των, ουδέν ήθελον ακούσει περί καλογήρων, αποφοράς σκορόδων και ρινοφωνιών. Ο Κυριάκος, εφαρμόσας άπασας τας ενδεδειγμένας μεθόδους εξοίδησης των όρχεων των φίλων του, άλλοτε με το καλόν και άλλοτε με το κακόν, πότε δια της πειθούς και κάποτε δια κλαυθμυρισμών ή και απειλών, επί τέλους υποσχεθείς να βαρέση άπαντα τα γερμανικά νούμερα και τας καθαριότητας της καλλιόπης, να τους υπηρετή δε ως πρόθυμος και ευπειθής καμαριέρα, έπεισε τελικώς τους συστρατιώτας του. Άλλως τε η αβαρία δε θα ήτο δυσβάστακτος: ο μοναχός θα εφιλοξενείτο δια μίαν μόνον νύκταν, την δε επιούσαν θα ανεχώρει.
Μεγάλην και αλλόκοτον εντύπωσιν ενεποίησεν τω Βασίλη η μορφή του άρτι αφιχθέντος καλογήρου. Αντί κυφού, νωδού, ρυπαρού, αυστηρού και στομφώδους κρονολήρου γέροντος, ηύρεν άνδρα τεσσαρακοντούτην, νευρώδην και κινητικόν, με αδρούς χαρακτήρας και αλλόκοτον υγρόν, έντονον και σπηνθηροβόλον βλέμμα, ευπροσήγορον, διαχυτικόν και μετά επιτηδεύσεως ευγενικόν, αποπνέοντα αίσθησιν ανθρώπου πολυμαθούς, ουχί μόνον δια της μελέτης των γραφών ειμή δια των βιωμάτων του αληθούς βίου. Ομίλει ηρέμως και μετά βεβαιότητος, οι δε υγροί και αεικίνητοι διεισδυτικοί οφθαλμοί του εμαρτύρουν ότι άσβεστος φλόξ υπέκαιεν εν τω πνεύματί του. Η απλότης και η αμεσότης του ήθους του υπεσκέλισεν πάσαν προκατάληψιν και σκιάν. Άλλως τε, ο καλόγηρος εφάνη ότι τους κατασυνεπάθησεν, ήξευρε δε και πολλά ανέκδοτα, καίτοι ενίοτε κακόγλωσσα, εξερχόμενα του αγίου στόματος ομοίαζον ως εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Ότε αργότερον, εις προκεχωρημένην ώραν και κενοθείσης ολοκλήρου της δαμινζάνας, η συζήτησις εστράφη εις θέματα της πίστεως, ο ιερομόναχος εφάνη ευρύνους και πρόθυμος να ομιλήση ακόμη και με τον αιρετικόν αθυρόστομον Περικλήν, έχοντα πάντοτε πρόχειρον την χριστοπαναγίαν και το γαμοσταυρίδιον εις άκρον χειλέων.
Την επιούσαν, σηκωθείς εκ της στρωμνής ο Βασιλάκης, έτι ρεγχόντων των φίλων του, ηύρε τον καλόγηρον ευδιάθετον, ροφώντα τον καφέν του και δάκνοντα θηριώδες παξειμάδιον. Ο καλόγηρος τω προσέφερεν καφέν και κουβένταν. Εις πάσας τα περιπτώσεις εν αίς συνεφώνει μετά του φίλου μου, ορθώνετο μετά προδήλου συγκινήσεως και κύπτων τον ησπάζετο σταυροειδώς επί του προσώπου-ως πολλάκις έπραξε την προτεραίαν-, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Διότι ως τοιούτας εξέλαβε τα διαχύσεις ταύτας ο Βασιλάκης, κυρίως εκ του σχήματος της ακολουθίας των ασπασμών (αρχικώς επί του μετώπου, είτα εις τον πώγωνα και τέλος επί των παρειών), παραπέμποντος είς το επάρατον όργανον των Παθών του Κυρίου ημών, υπερλάμπρου αστέρος Ιησού Χριστού.
Προ δε εκάστης τετράδος ασπασμών ανεφώνει:

-Βρε, τι καλά παιδιά που είσαστε σεις!

Αργότερον, ο πατήρ Παλλάδιος προθυμοποιηθείς να συνδράμη ταις οικιακαίς εργασίαις, συνώδευσεν τον Βασιλάκην εις την αγοράν, εις άπαντα δε τα οψώνια και ενώπιον του ταμίου, ο μοναχός έσυρε εκ του θυλακίου παχυλοτάτην δεσμίδαν χαρτονομισμάτων, εξ’ ών, παρά τας διαμαρτυρήσεις του σεμνοτάτου φίλου μου, εξώφλει τους λογαριασμούς, λέγων:

-Εγώ δεν έχω ανάγκη! Εμένα μου τα δίνει ο Θεός!

Η γενναιοδωρία του καλογήρου εκορυφώθη, ότε ο φίλος μου εστάθη έμπροσθεν προθήκης βιβλιοπωλείου, -ως άνιπτον ορφανόν παιδίον εν μυθιστορήματι του Καρόλου Δίκενς, ιστάμενο και σιελοροούν ενώπιον προθήκης αρτοποιείου-, καταβροχθίζων δια των οφθαλμών μέγα συλλεκτικόν πανάκριβον λεύκωμα, όπερ παραχρήμα ο καλόγηρος τω ηγόρασεν. Ο Βασιλάκης ησθάνθη μεγίστην εντροπήν, και εμέμφθη εαυτόν δια το αχόρταγον βλέμμα όπερ έρριψε προ ολίγου επί του ευμεγέθους θελτικοτάτου βιβλίου, πλην ο άγιος άνθρωπος –εξ αληθούς ταπεινοφροσύνης και δια να καθυσηχάση τον αιδήμονα φίλο μου– τον ησπάσθη σταυροειδώς, νεύων άνωθι και λέγων:

-Εμένα μου τα δίνει ο Μεγαλοδύναμος!

Ο δε απιστότερος του Θωμά, Περικλής, ιδών το κενότερον παγκαρίου εκκλησίας ψυγείον των, ως εκ θαύματος πληρωθέν δια της Θείας Χάριτος μεταμορφωθείσης, ουχί εις πάλλευκον περιστεράν, ουδέ εις δέσμην αγλαούς φωτός, ειμή εις δεσμίδαν πεντοχιλιαρίκων εμφωλεύουσαν τω θυλακίω του θεοστάλτου καλογήρου, επίστευσεν. Δάκνων δε μέγα εκ Λευκανίας αλλάντα και ασπαζόμενος ευσεβώς την χείραν της αγιότητός του, τον ηυχαρίστει δια θερμών λόγων.
Ο σεπτός καλόγηρος τοις απήντησεν ότι δεν ήτο ανάγκη να ευχαριστώσιν αυτόν, ειμή τον Παντοδύναμον, εξ’ ου προέρχονται άπαντα τα αγαθά του ματαίου τούτου κόσμου. Εαν ήθελον να τον ευχαριστήσωσιν, όφειλον να ενταχθώσι τω ποιμνίω Αυτού, αρχής γενομένης αυτοστιγμεί δια αληθούς εξομολογήσεως.
Οι τρείς φίλοι ωχρίασαν ως ερυθρίνιον, είτα ερυθρίασαν ως λεμόνιον. Άπαντες ενετρέποντο να εκτεθώσιν ενώπιον του αμώμου, αγίου τούτου πατρός, όστις, αγνοών τας βαρυτάτας αμαρτίας των, τους συνεπάθη φανερώς. Τινί τρόπω άρα γε θα ηδύναντο ο Βασίλης και ο Περικλής, να παραδεχθώσι ότι, κατά τας στρατιωτικάς έξεις, είχον κάμει το στρουθίον τους σφενδόνη; Τινί τρόπω θα ημπόρει ο Κυριάκος να εξομολογηθή ότι, παρασυρθείς εκ του Πονηρού, είχε καταβροχθίσει σοκολατάκιον άρτιον –πλήρες, φευ, ηδυπότου– κατά την παρελθούσαν τεσσαρακοστήν; Όμως, εν ακαρεί, δια του ασβέστου πυρός εν τοις υγροίς όμμασιν και της επιμονής του πατρός, πας δισταγμός απεδιώχθη. Έκαστος των αμαρτησάντων εκείνων νέων, εισήρχετο εντός του χρησιμεύοντος ως υπνωτήριον πενιχρού θαλάμου, και εξήρχετο κύπτων την κεφαλήν και νεύων τους οφθαλμούς χαμαί.
Τελευταίος εισήλθεν ο Βασιλάκης. Εξομολογούμενος τας ανομίας του –εξ αιδημοσύνης προσεπάθησε να τας αμβλύνει–, ο πάνσεπτος μοναχός, κρατών την δεξιάν του χείραν, τον ενεψύχου. Περατωθέντος του μυστηρίου, και υπολογισθέντων των επισυρομένων εκ τοιούτων αμαρτιών επιτιμίων –ήγουν γονυκλισιών, προσευχών και νηστειών–, ο εξομολογήσας εποίησεν το σημείον του σταυρού, είτα κύπτων τον ησπάσθη τω προσώπω, σταυροειδώς, κατά τας καλογηρικάς συνηθείας. Κατά δε τον δεύτερον ασπασμόν, ο Βασίλης ησθάνθη, ως εκ θαύματος, γλίσχρον, θερμόν και μυώδες αντικείμενον εισελθέν τω στόματί του, ελισσόμενον από κυνοδόντων προς σταφυλήν και από γλώσσης ως ουρανίσκου, σταυροειδώς. Το γλίσχρον αντικείμενον ήτο η Θεία Χάρις, λαμβάνουσα τη μορφήν της γλώσσης του αγίου πατρός, ήτις εξηκοντίσθη εν ακαρεί ως γλώσσα βατράχου θηρεύοντος αυγουστιάτικας μυίας. Ο φίλος μου απελιθώθη εκ της αναπαντέχου σιελώδους θείας εισβολής, μετά δε την παράλευσιν στιγμών τινών και παραμενούσης της ιεράς γλώσσης τω στόματί του, ο Διάβολος τω υπέβαλλεν αισχράς και ανυποστάτους υποψίας. Εξελθών του θαλάμου, αλλόφρων και πνευστιών, είπεν χαμηλή τη φωνή:

-Μη με αφήσετε μαζί του ούτε στιγμή! Ούτε στιγμή!

Ήτο ήδη η ώρα της αναχωρήσεως του μοναχού. Αναμένοντες τον ανελκυστήραν, ωσεί να ήτο συνεννοημένοι και λησμονούντες την σπαραξικάρδιον παράκλησιν του, ο Κυριάκος και ο Περικλής απεφάσισαν να κατέλθωσιν δια της κλίμακος, απομένοντος του Βασίλη ομού μετά του ρασοφόρου. Καταληφθέντος δε υπό του ακαθάρτου Δαίμονος, η κάθοδος τω εφάνη ως να διήρκησε αιώνας, θα τω ήτο δε μακράν προτιμώτερον να ευρίσκετο εις τας Κολάσεις των πινάκων του Ιερωνύμου Βός –βράζων εντός θηριώδους χύτρας ομού μετά του αρχιεπισκόπου και ετέρων περιττωμάτων ή παίζων μέγα σουραύλιον πυγηδόν–, ειμή να ευρίσκηται εις απόστασιν αναπνοής από τον καλόγηρον. Η Θεία Χάρις, αφήσασα τον νέον δοκιμαζόμενον υπό του δεινού Δαίμονος, δεν εξήλθεν πλέον εκ του στόματος του αγίου πατρός.
Aποχαιρετήσαντος εν σταθμώ και απομακρυθέντος του καλογήρου, ο Βασίλης ομού μετά του Περικλέους ανέκραξον εν χορώ:

-Είναι πουστάρα! Είναι πουστάρα!

Και ο Κυριάκος, εν εξάλλω καταστάσει και σχίζων τας παρειάς:

-Όχι! Όχι! Ο σατανάς σας έβαλε! Ο σατανάς!

***

Μετά από πολλά έτη, λησμονών ως φαίνεται την προτέραν εμπειρίαν του, ο φίλος μου επεσκέφθη την Αθωνικήν Πολιτείαν. Ένθα συνήντησε πληθύν καλογήρων με αλλοκότους, υγρούς οφθαλμούς. Σχετικώς με τας γλώσσας των ουδέν μοι ανεφέρθη.



Η παραπάνω ιστορία -εξαιρουμένων των αρτυμάτων- είναι πέρα για πέρα αληθινή...

Labels: